Παρθένιος Περίδης

ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΠΕΡΙΔΗΣ

 

Ο Παρθένιος Περίδης ήταν αδιαμφισβήτητα ένας από τους σπουδαιότερους πολιτικούς άνδρες της Κρήτης με πανελλήνια εμβέλεια.

Έδρασε κατά την περίοδο στην οποία οι Κρήτες αγωνίζοντο με διαδοχικές επαναστάσεις για την ελευθερία και την Ένωση με την Μητέρα-Ελλάδα. Αναδείχθηκε δε ως ο γνησιότερος εκφραστής του πόθου των Κρητών για την Ένωση.

Ας ξετυλίξουμε λοιπόν από την αρχή με πολύ προσοχή το κουβάρι της Ιστορίας. Ο Παρθένιος – κατά κόσμον Νικόλαος – Περίδης γεννήθηκε στη Ρογδιά (Εννιά Χωριά) Κισσάμου το 1810. Μικρό παιδί ακόμη βιώνει την Επανάσταση του 1821 καθώς στην περιοχή του υπήρξε πληθώρα ιστορικών μαχών ανάμεσά τους και η σφαγή των αμάχων στο Λαφονήσι.

Το 1834 εκάρη μοναχός στη Μονή Οδηγήτριας Κυρίας Γωνιάς Κισσάμου (ή Μονή Γωνιάς όπως είναι γνωστή σήμερα) με το όνομα Παρθένιος.

Το Μοναστήρι της Γωνιάς ήταν η αντίστοιχη Αγία Λαύρα της Κρήτης καθώς υπήρξε εθνικό και επαναστατικό κέντρο. Στη Μονή ο Παρθένιος πήρε όλα εκείνα τα απαραίτητα εφόδια που τον οδήγησαν στην μετέπειτα δράση του. Δάσκαλός και πνευματικός του ήταν ο Ηγούμενος της Μονής Παρθένιος Φρουδάκης. Οι δύο Παρθένιοι ήταν ο επαναστατικός πυρήνας του μοναστηριού την τραγική εκείνη εποχή.

Η τουρκική διοίκηση όμως πληροφορείται για την δράση των Φρουδάκη και Περίδη και αποφασίζει την σύλληψη και φυλάκισή τους. Οι δύο μοναχοί όμως έμαθαν έγκαιρα τις προθέσεις της τουρκικής διοίκησης και πρόλαβαν να διαφύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο Περίδης γράφτηκε στο ελληνικό σχολείο της Ύδρας. Συνέχισε της σπουδές του στην Αθήνα όμως το απολυτήριο του Γυμνασίου το πήρε από την Ερμούπολη της Σύρου. Στη συνέχεια, τον Οκτώβριο του 1848, ο Περίδης γράφτηκε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών  από την οποία πήρε το πτυχίο του τέσσερα χρόνια αργότερα. Έτσι για την εποχή εκείνη ο Περίδης υπήρξε από τους πλέον εγγράμματους Έλληνες.

Παράλληλα με τις σπουδές του διατηρούσε στενή και συνεχή επαφή με τους Κρήτες των Αθηνών και της Σύρου για να υπάρχει πάντα εγρήγορση σχετικά με το «Κρητικό Ζήτημα». Μάλιστα εστάλει στην Τεργέστη της Ιταλίας για να έρθει σε επαφή με την εκεί ελληνική παροικία ώστε να συμβάλλουν και αυτοί στην απελευθέρωση του νησιού από τον τουρκικό ζυγό.

Το 1852, σε ηλικία 42 ετών, και αφού έχει πλέον περατώσει τις σπουδές του, επανέρχεται στην Κρήτη αποφασισμένος να επιτελέσει το έργο του εθναποστόλου.

Έτσι συνειδητά επιλέγει το λειτούργημα του δασκάλου και διδάσκει σε πολλά σχολεία των Χανίων και του Ρεθύμνου. Παράλληλα κηρύσσει  με πύριους λόγους σε εκκλησίες αλλά και σε συγκεντρώσεις. Τα κηρύγματά του αυτά είναι καθαρά πατριωτικού χαρακτήρα. Ο Περίδης παρακινεί τους Κρήτες να πολεμήσουν για την Ένωση. Η επιρροή του στα λαϊκά στρώματα βρίσκει πρόσφορο έδαφος και συνεχώς αυξάνει καθώς και η φήμη του που απλώνεται πια σε ολόκληρο το νησί.  Έτσι γίνεται ο «θεωρητικός» της Ένωσης.

Το 1855 ο Περίδης προτείνεται από τους κατοίκους της Κισσάμου και του Σελίνου να καταλάβει τον Επισκοπικό Θρόνο της περιοχής. Είναι η μεγαλύτερη τιμή και ο μεγαλύτερος βαθμός που μπορεί να λάβει ένας ιερωμένος.

Σε αυτή την φάση ο Περίδης θα μπορούσε εύκολα να έρθει σε συνεννόηση με την τουρκική διοίκηση – ρίχνοντας νερό στο κρασί του και υποχωρώντας – προκειμένου να καταλάβει την θέση. Όμως το όραμά του συμπεριελάμβανε την επανάσταση, την απελευθέρωση και την πολυπόθητη Ένωση με την Ελλάδα. Έτσι οι Τούρκοι αρνούνται να δώσουν την συγκατάθεσή τους για τον επισκοπικό θρόνο.

Ο Περίδης απτόητος συνεχίζει τα κηρύγματα. Παράλληλα διατηρεί μυστική αλληλογραφία με σημαίνοντα πρόσωπα και παράγοντες των Αθηνών τους οποίους κατατοπίζει για τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο νησί.

Το 1859 ο Χουσνή Πασάς, εξαναγκάζει το αυστριακό πρακτορείο που μετέφερε την αλληλογραφία Αθηνών-Χανίων να του παραδώσει τους σάκους αλληλογραφίας πριν αυτοί φύγουν από το νησί. Εκεί ανακαλύφθηκαν οι επιστολές του Περίδη. Προφανώς κάποιοι κατέδωσαν στον Χουσνή Πασά τις επαφές και τις διασυνδέσεις του με την Αθήνα.

Ο Περίδης ύστερα από την ανακάλυψη των επιστολών φυλακίζεται στα Χανιά. Ο λαός όμως διαμαρτύρεται έντονα – ο Περίδης ήταν σαν άγιος για τον λαό – και απειλείται εξέγερση.

Για να αποφύγουν την λαϊκή οργή και τις ταραχές οι Τούρκοι στέλνουν τον Παρθένιο στην Κωνσταντινούπολη όπου κρατείται στις φυλακές της Αστυνομίας για δύο περίπου χρόνια ως κοινός κατάδικος. Ύστερα όμως από συνεχείς πιέσεις του Πατριαρχείου και της Ρωσικής Πρεσβείας προς την Υψηλή Πύλη ο Παρθένιος απολύεται από τις φυλακές.

Μετά την απελευθέρωσή του παραμένει για λίγους μήνες στην Πόλη προκειμένου να αναρρώσει από τις κακουχίες της φυλακής. Παράλληλα μην ξεχνώντας τον σκοπό του αλλά και για λόγους επιβίωσης διδάσκει στο Ελληνικό Σχολείο στο Σκούταρι.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα περίμενε κανείς ότι ο πενηντάχρονος πια ιερομόναχος με την κλονισμένη υγεία θα εγκαθίστατο στην Αθήνα όπου οι πάντες θα τον τιμούσαν και θα τον σέβονταν. Θα μπορούσε να ασκήσει άνετα το επάγγελμα του καθηγητή, και θα είχε την δυνατότητα να φτάσει και έως τον Επισκοπική Θρόνο των Αθηνών.

Όμως ο Περίδης επιλέγει τον Αγώνα. Το 1861 επιστρέφει στην αγαπημένη του Κρήτη με ένα σκοπό. Να αγωνιστεί για την Ένωση. Από μια σύμπτωση της μοίρας στο ίδιο καράβι  από Κωνσταντινούπολη προς Χανιά συνταξίδευε και ο Ισμαήλ-Πασάς ο οποίος πήγαινε να αναλάβει την Διοίκηση της Κρήτης. Οι δύο συνταξιδιώτες βρέθηκαν πέντε χρόνια αργότερα επικεφαλής των δύο αντίπαλων παρατάξεων.

Μετά την κάθοδό του στο νησί ο Περίδης ξεκινά περιοδείες «εθναποστολικές». Κηρύττει στα σχολεία, στις εκκλησίες, στα καφενεία και όπου αλλού μπορεί. Είναι ο Κοσμάς ο Αιτωλός της Κρήτης πλέον.

 Στις 20 Φεβρουαρίου του 1866 ο Περίδης προσκαλεί τους οπλαρχηγούς της Κισάμου και του Σελίνου στη Μονή Γωνιάς καιδ εκεί τους ανακοινώνει την πρόθεσή του να κηρυχθεί επανάσταση. Κατόπιν όλοι, μπροστά στον Ηγούμενο Παρθένιο Φρουδάκη, τον Σφακιανό ιερομόναχο Παρθένιο Κελαϊδή, τον παπά του Ροδωπού Π.Πολυχρονίδη και φυσικά τον Περίδη, ορκίστηκαν ότι θα αγωνιστούν για την Ένωση.

Στις 16 Απριλίου του ίδιου έτους ο Περίδης συγκαλεί 40 προκρίτους και καπεταναίους στον Ομαλό ενώ στις 22 Απριλίου κατεβαίνουν στα Μεσκλά και στις 24 Απριλίου στα Μπουτσουναριά.

Με το πρόσχημα ότι θέλουν να υποβάλλουν παράπονα στη Διοίκηση ο Περίδης ζητεί από όλες τις επαρχίες της Κρήτης να στείλουν αντιπροσώπους. Σε λίγες ημέρες συγκεντρώθηκαν 5.000 άτομα. Ο Περίδης ως «ιθύνων νους» της συνελεύσεως διευθύνει τη σύναξη επιβάλλοντας υποδειγματική τάξη καθώς συμβιβάζει τις τάσεις και τις αντιθέσεις των οπλαρχηγών των διαφόρων περιοχών. Αυτός συντάσσει τα υπομνήματα και τις αναφορές προς την τουρκική διοίκηση που δικαιολογούν την συνέλευση και αναφέρουν την κατάργηση των δασμών, την βελτίωση των δρόμων, την εκλογή δημογερόντων κλπ. Στις κατ’ ιδίαν όμως συναντήσεις του με τους οπλαρχηγούς πιέζει για την έναρξη επαναστάσεως. Αναφέρεται μάλιστα συνάντησή του με τον Κώσταρο Βολουδάκη σε ένα σπήλαιο που διήρκεσε μια ολόκληρη νύχτα. Η τελική μυστική συνάντηση έγινε σε ένα ελαιοτριβείο στην Αγία Κυριακή. Εκεί παρεβρέθηκαν 98 οπλαρχηγοί και πρόκριτοι από όλη την Κρήτη οι οποίοι συμφώνησαν στην κήρυξη επανάστασης με στόχο την Ένωση.

Στις 25 Μαϊου αποστέλλεται διαμαρτυρία στον Σουλτάνο και διαλύεται η Συνέλευση αφού εκλέγει δεκαπενταμελή Επιτροπή με Πρόεδρο τον Παρθένιο Περίδη. Η Επιτροπή με την ένοπλη φρουρά της καταφεύγει στα βουνά για να αποφύγει την  καταδιώξη της από τα στρατεύματα του Ισμαήλ-Πασά.

Στις 20 Ιουνίου βρίσκεται στο Μπρόσνερο στα Σφακιά. Εκεί λαμβάνει την απάντηση του Σουλτάνου που όπως ήταν φυσικό απέρριπτε τα αιτήματα των επαναστατών και τους καλούσε να συμμορφωθούν.

Ο Περίδης απάντησε στον εκπρόσωπο του Σουλτάνου ότι το λόγο έχουν πλέον τα όπλα. Παροιμιώδης έμεινε η συνομιλία του Περίδη με τον εκπρόσωπο των Τούρκων.

Ο Τούρκος του είπε «Παρθένιε, η Κρήτη έχει κουζουλό αίμα και πρέπει να χυθεί για να ησυχάσει».

Και ο Περίδης ατάραχος απαντά «Εύχομαι λοιπόν να είναι το δικό σου αίμα το πρώτο που θα χυθεί».

Ύστερα από 20 ημέρες ο Τούρκος εκείνος σκοτώθηκε σε μάχη στον Αποκόρωνα. Τον Αγώνα που κράτησε τρία χρόνια διηύθυνε η Γενική Συνέλευση δηλαδή ουσιαστικά ο Παρθένιος Περίδης. Με σημερινή ορολογία θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ο πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως, ο «πρωθυπουργός» της επαναστατημένης Κρήτης.

Ο Παρθένιος παρά την ηλικία του έπαιρνε συχνά μέρος και στις μάχες δίνοντας έτσι πρώτος αυτός το παράδειγμα. Μάλιστα στη Μάχη του Βαφέ παραλίγο να συλληφθεί αιγμάλωτος γιατί παρέμεινε μέχρι τέλους στην πρώτη γραμμή.

Όπως λέει και το λαϊκό τραγούδι : «Ο ίδιος ο Παρθένιος ήτανε καπετάνιος όπου εβρόντα κι άστραφτε στα άρματά του επάνω»

Και άλλο : «Γέροντα πάρε το σταυρό και βάλε τ’ άρματά σου φώναξε και του Κόρακα, Κριάρη και Κορκίδη και του Σκαλίδη τ’ αρχηγού ……..»

Με την λήξη της Επανάστασης ο Περίδης θα μπορούσε να διαφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα. Θέλει όμως ως γνήσιος λευίτης να συμμεριστεί την τύχη αυτών που θα παραδοθούν υποχρεωτικά.

Σημειώνει ο ιστορικός Μιχαήλ Αναστασάκης «…..οι δε Κισσαμίται 20 το όλον μετά των Παρθενίου Περίδου, Ιωάννη Αναστασάκη και άλλων εις Πύργου καβαλλαράς.  Ομοίως και οι Σελλινιώται Κορκίδης, Μπασιάς και τινές άλλοι εις καβαλλαρίαν» (εκεί παρεδόθησαν). Και ο ίδιος ιστορικός συνεχίζει : Όλοι οι ανωτέρω, περί τους 250, οδηγήθησαν διά Αλικιανού εις Χανιά εν μέσω μυκτηρισμών, γιουχαϊσμών, φωνών και αποδοκιμασιών του τουρκικού και ισραηλίτικου όχλου. Εν Χανίοις τους μεν απλούς στρατιώτας απέλυσεν η τουρκική εξουσία αμέσως, τους δε αρχηγούς εκράτησεν εις τας φυλακάς επί περισσοτέρας ημέρας απολύσασας και αυτούς ύστερον».

Μετά την απόλυση του από τις φυλακές οι Τούρκοι έθεσαν τον Περίδη σε περιορισμό στη Μονή Γωνιάς. Εγκατέστησαν δε και φρουρά ώστε να παρακολουθύν τις κινήσεις του. Ο Παρθένιος όμως προκειμένου να επικοινωνεί με τους φίλους και συμπαραστάτες του έδενε με σπάγγο και κατέβαζε, από το πίσω μέρος του κελιού του, επιστολές τις οποίες παρελάμβανε και διαμοίραζε, ένας έμπιστός του ο καλόγερος Συμεών. Αυτός ήταν και ο σύνδεσμος του Περίδη με τον έξω κόσμο.

Στο κελί του μοναστηριού ο Περίδης πληροφορείται το θάνατο του φίλου και συμπολεμιστή του Τζικριτζή του επιλεγόμενου και «Γραμπουσιανού». Ζητά τότε άδεια από τις τουρκικές αρχές ώστε να παρεβρεθεί στην κηδεία. Δεν περιορίζεται όμως σε απλή παράσταση. Εκφωνεί πύρινο λόγο κατά των Τούρκων λέγοντας πως όλοι οι Κρήτες έχουν καθήκον να αγωνιστούν για να απαλλαγούν από τον τύρρανο. Οι Τούρκοι αντιδρούν άμεσα. Συλλαμβάνουν τον Περίδη και των μεταφέρουν στις φυλακές των Χανίων. Παράλληλα εισβάλλουν στην Μονή και παίρνουν όσα έγγραφα  του Περίδη βρίσκουν. Τα έγγραφα αυτά καίγονται δημόσια στα Χανιά στην Πλατεία του Συντριβανιού. Ήτανε μια σαφής προσπάθεια των Τούρκων να κάμψουν το φρόνημα των Κρητών.

Ο Παρθένιος από τα Χανιά αποστέλλεται σιδηροδέσμιος στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει να τον κρατήσουν ισόβια στις φυλακές. Από την Πόλη στέλνεται στο Ικόνιο και από εκεί στην Τραπεζούντα. Σύμφωνα με προφορική παράδοση των κατοίκων των Εννιά Χωριών την οποία διηγείται ο πρώην Πρόεδρος της «ΟΜΟΝΟΙΑΣ» Παύλος Καρτσώνης, η μεταφορά του Παρθένιου προς Ικόνιο και έπειτα Τραπεζούντα έγινε πεζή.

Στα χωριά του Πόντου, όπου κατοικούσαν Έλληνες χριστιανοί, υποδέχονταν τον Παρθένιο με συγκνητικές εκδηλώσεις ως άγιο. Του προσέφεραν φαγητό και τον έπλεναν προκειμένου να ανακουφίσουν την κούραση και την ταλαιπωρία του. Η φήμη του είχε πια εξαπλωθεί στο Πανελλήνιο. Στην Τραπεζούντα ο Περίδης έμεινε φυλακισμένος για τρία περίπου χρόνια. Εκεί εξελίχθηκε ένα γεγονός που θα μπορούσε να ήταν σενάριο κατασκοπευτικής ταινίας. Ήταν η μυθιστορηματική απόδραση του Περίδη από τις φυλακές.

Ο Παρθένιος κατόπιν συννενοήσεως με Έλληνα γιατρό της περιοχής, «αρρωσταίνει» και σε λίγες μέρες «πεθαίνει». Πολλοί Έλληνες τότε συγκεντρώνονται έξω από τις φυλακές για να συνοδεύσουν τον «νεκρό» Έλληνα παπά στο νεκροταφείο. Γίνεται κανονική τελετή κηδείας. Η «σορός» ήταν σκεπασμένη με τον «Αέρα» όπως ακριβώς συμβαίνει στους νεκρούς ιερείς. Το φέρετρο βέβαια είχε ανοίγματα στο κάτω μέρος προκειμένου να αερίζεται. Ο «νεκρός» κατεβαίνει κανονικά στον τάφο του. Την νύχτα όμως φυγαδεύεται με μύριες προφυλάξεις και κρύβεται σε κάποιο σπίτι. Ύστερα από λίγες ημέρες μια ομάδα φιλελλήνων Ιταλών που φεύγει από την Τραπεζούντα για την Πόλη παραλαμβάνει τον Παρθένιο ως μέλος της. Από την Πόλη διαφεύγει στην ελεύθερη Ελλάδα. Το σχέδιο της απόδρασης όπως διαφαίνεται από την εξέλιξη των γεγονότων οργάνωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Κάποτε τα Κρητικά και Ποντιακά Σωματεία θα πρέπει να τιμήσουν τα μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός που δείχνει πόσο μεγάλες και βαθειές είναι οι ρίζες των Ελλήνων. Οι σκλαβωμένοι Πόντιοι, κάτω από τον ίδιο βάρβαρο κατακτητή, βοήθησαν τον αιχμάλωτο Κρητικό να αποδράσει από τον ζυγό του που κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα ήταν ο τόπος μαρτυρίου, εξορίας και θανάτου του.

Η λαϊκή μούσα εξιστορεί : «Ακούστε τσ’ εξυπνάδες του και τσοι παληκαριές του άλλος κιανείς δεν ήξερε τσοι τέχνες τσοι δικές του. Έκαμε πως αρρώστησε και το γιατρό γυρεύει κι εκείνος ήταν φίλος του και γιατρικό του φέρνει. Έκανε πως απόθανε στο μνήμα τόνε βάλαν και τα μεσάνυχτα ΄φυγε και ήρθε εις την Ελλάδα».

Μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα ο Περίδης εγκαθίσταται στην Αθήνα σε ένα φτωχικό δωμάτιο των Εξαρχείων. Ζεί με ένα μικρό βοήθημα που του χορήγησε η ελληνική κυβέρνηση. Παρά την ηλικία και τα προβλήματα της υγείας τουδεν παύει να ασχολείται με το Κρητικό Ζήτημα. Προεδρεύει του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Κρητών «Η Αναγέννησις». Και βέβαια δεν παύει να σκέπτεται και να οργανώνει νέες εξεργέσεις.

Έτσι παρά τα 68 του χρόνια κατεβαίνει στην Κρήτη για να πάρει μέρος στην Επανάσταση του 1878. Και μόνο η παρουσία του εμψυχώνει τους Κρήτες. Είναι πια ένας ζωντανός θρύλος. Αναγνωρίζεται από όλους ως ο Καθοδηγητής του Κρητικού Αγώνα. Έχουν διασωθεί πολλές επιστολές Κρητών οπλαρχηγών και προκρίτων προς τον Περίδη που καλύπτουν επαρκώς την περίοδο 1878-1898. Την εποχή εκείνη γράφει τα απομνημονευματά του τα οποία αναφέρονται στην Επανάσταση του 1866 και αποτελούν την πιο αντικειμενική έκθεση των καιρών και των γεγονότων εκείνων.

Τον Φεβρουάριο του 1898 ασθενεί σοβαρά και αναγκάζεται να προσλάβει νοσοκόμο. Παρακαλεί λοιπόν την κυβέρνηση να αυξήσει το βοήθημά του προκειμένου να ανταπεξέλθει στα έξοδά του. «Αν δεν αποθάνω από την ασθένεια θα αποθάνω από την στέρησιν της τροφής», αναφέρει χαρακηριστικά. Και να σκεφτεί κανείς ότι ο Περίδης πέραν των άλλων του καθηκόντων διαχειρίστηκε και τα οικονομικά της Επαναστάσεως του 1866. Πόσοι πολιτικοί έχουν να επιδείξουν τη λευκότητά του σήμερα ;

Στο τέλος του 1899 όταν βελτιώθηκε η υγεία του αποφάσισε να κατεβεί στην αυτόνομη πλέον Κρήτη.  Λέγεται οτι όταν αποβιβάστηκε στα Χανιά αναφώνησε «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα».

Στο Μοναστήρι της Γωνιάς έζησε τέσσερα χρόνια μέχρι την 25η Αυγούστου του 1903 ημέρα κατά την οποία εξεδήμησε εις Κύριον. Μέχρι τις τελευταίες του στιγμές δεν έπαυσε να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για το Κρητικό Ζήτημα. Η μόνη περιουσία του ήταν τα ράσα του, το μπαστούνι του, ένα τάληρο και λίγα ψιλά.

Ο Περίδης πέθανε χωρίς να δει τον σκοπό της ζωής του να πραγματοποιείται. Την Ένωση. Η μοίρα έφερε την κατάσταση έτσι ώστε η Ένωση να πραγματοποιηθεί λίγα χρόνια αργότερα από τον ίδιο άνθρωπο που εξεφώνησε τον επικήδειό του. Τον μεγάλο Ελευθέριο Βενιζέλο.

Στη συνείδηση του κρητικού λαού αλλά και όλων των Ελλήνων ο Παρθένιος Περίδης έμεινε ως ο ασυμβίβαστος ιδεολόγος αγωνιστής της Ένωσης. Όπως ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Νικηφόρος Φωκάς και όπως ο «μαύρος καβαλλάρης» ο Στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας.

Αλλά και σαν ένας «Άγιος». Μήπως η εκκλησία μπορεί να βγάλει από την λέξη τα εισαγωγικά ; Ίσως στις μέρες που ζούμε η αγιοποίηση του Παρθενίου Περίδη να είναι ένα μήνυμα προς όλους όσους απεργάζονται την πτώση του Ελληνισμού.

Γεώργιος Καρτσώνης

 YΓ : Τα στοιχεία του άρθρου προέρχονται από το βιβλίο του Λυκούργου Βιδαλάκη, ενός σοφού καθηγητή και Γυμνασιάρχη στο γυμνάσιο Καστελλίου, τον οποίο θυμούνται ακόμη οι μαθητές που είχαν την τύχη να τον έχουν δάσκαλο.

Leave A Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *