ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Η Μακεδονία, λόγω της ζωτικής και στρατηγικής σημασίας της στα Βαλκάνια και στο Βόρειο Αιγαίο, υπήρξε πάντα το μήλο της έριδας για όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Ας μην ξεχνάμε ότι από την περίοδο των Ελληνοπερσικών πολέμων ο Ξέρξης φρόντισε να καταλάβει πρώτα τη Μακεδονία και κατόπιν προχώρησε προς νότο, αφού προηγουμένως είχε πάρει ως όμηρο το βασιλιά της Μακεδονίας, Αλέξανδρο τον Α΄.

Ο Αλέξανδρος με κίνδυνο της ζωής του γνωστοποίησε στους Έλληνες, την παραμονή της μάχης των Πλαταιών, το σχέδιο των Περσών φθάνοντας ο ίδιος με το άλογό του μέχρι τις γραμμές του Ελληνικού στρατού.

Τα όρια της Μακεδονίας την εποχή του Φιλίππου (πατέρα του Μεγ. Αλεξάνδρου) ήταν περίπου τα όρια της σημερινής Μακεδονίας (που ανήκει στην Ελλάδα). Προς νότο ο Όλυμπος και τα Χάσια Όρη. Προς βορρά η γραμμή Ροδόπης – Νευροκοπίου, το όρος Πιρίν, η κοιλάδα της Στρώμνιτσας, τα στενά Δεμίρ, κάπου μέχρι το βόρειο άκρο της λίμνης Αχρίδος. Προς Ανατολάς, από το Νέστο ποταμό και προς Δυσμάς από την Πίνδο – Γράμμο.

Η γλώσσα των κατοίκων της Μακεδονίας ήταν Ελληνική (δωρική διάλεκτος). Οι βασιλείς της καυχώντο για την καταγωγή τους από τον Ηρακλή.

Ο λόγος που η Μακεδονία έμεινε έξω από τα τεκταινόμενα  στο χώρο της νοτίου Ελλάδος μέχρι την εποχή του Φιλίππου ήταν το πολίτευμα. Οι Μακεδόνες (όπως και οι Ηπειρώτες) κράτησαν το θεσμό της βασιλείας. Αυτό άλλωστε τους καταλόγιζε και η αντιμακεδονική πτέρυγα των Αθηναίων.

Στην περίοδο του Βυζαντίου η Μακεδονία γνώρισε μεγάλη ακμή. Η Θεσσαλονίκη εξασφάλιζε την οργανική σχέση Βορρά – Νότου και έγινε η γέφυρα Ανατολής – Δύσης.

Διοικητικά τον 8ο αιώνα στον χώρο αυτόν υπάρχουν τρία θέματα που καλύπτουν μεγαλύτερη έκταση από εκείνη της αρχαιότητος. Είναι τα θέματα που καλύπτουν μεγαλύτερη έκταση από εκείνη της αρχαιότητας. Είναι τα θέματα Μακεδονίας, Στρυμόνα και Θεσσαλονίκης. Να σημειώσουμε ότι η σημερινή πόλη των Σκοπίων, που δε βρισκόταν στη όρια της αρχαίας Μακεδονίας, ανήκε στο θέμα της Θεσσαλονίκης. Τότε περίπου συμβαίνει η λεγόμενη κάθοδος των Σλάβων που έχει υπερτονιστεί από ανθέλληνες ιστορικούς.

Ένα μεγάλο επίτευγμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (σωστότερα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους) ήταν ο εκχριστιανισμός των Σλάβων. Έτσι μπόρεσαν να αφομοιωθούν πολιτισμικά και να αποκτήσουν τη συνείδηση του Ρωμαίου – Έλληνα – όλοι οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας.

Οι Σέρβοι ήταν βορειότερα, ενώ οι Βούλγαροι, που εμφανίστηκαν μετά, ήταν Ούννοι που εκσλαβίστηκαν γλωσσικά.

Οι φρικαλεότητες των Βουλγάρων εναντίον του πληθυσμού της Μακεδονίας και της Θράκης έχουν πλέον περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο.

Για το λόγο αυτό νομίζω ότι πάρα πολλοί προτίμησαν να εμφανίζονται γλωσσικά ως Βούλγαροι. Από τους χρόνους λοιπόν εκείνους, άρχισε να διαμορφώνεται ένα σλαβοφανές ιδίωμα που δεν ήταν ίδιο σε όλες τις περιοχές της Μακεδονίας. Το ιδίωμα μοιάζει περισσότερο με τα Βουλγαρικά παρά με τα Σερβικά.

Συνέβη, δηλαδή, κάτι ανάλογο με την περιοχή της Μ. Ασίας, όπου είχαμε Τουρκόφωνους Έλληνες Ορθόδοξους. Έτσι και στη Μακεδονία ένα μέρος του πληθυσμού προτίμησε να χάσει τη γλώσσα του παρά την εθνικότητά του.

Και κατόπιν ήλθε η Τουρκική κατοχή. Η Θεσσαλονίκη αλώθηκε τελικά από το Σουλτάνο Μουράτ στις 29 Μαρτίου 1430.

Η επιλογή του Μουράτ να ηγηθεί ο ίδιος της πολιορκίας φανέρωνε τη μεγάλη σημασία που έδινε στη στρατηγική και οικονομική αξία της πόλης.

Οι Τούρκοι ακολούθησαν τη γνωστή τους μέθοδο των βίαιων ή εθελοντικών εξισλαμισμών αλλά και τη μεταφορά μουσουλμάνων από τη Μικρά Ασία.  Ήταν οι περίφημοι κονιάροι. Διοικητικά στην περιοχή της Μακεδονίας (που πλέον έχει μεγαλύτερη έκταση σε σχέση με την αρχαία και τη Βυζαντινή) υπάρχουν τρία βιλαέτια:

1)Το βιλαέτι της Θεσσαλονίκης 2)το βιλαέτι του Μοναστηρίου 3)το βιλαέτι του Κοσσόβου (Σε αυτό βρίσκονταν τα Σκόπια). Ο όρος Μακεδονία παύει πλέον να υπάρχει διοικητικά.

Τα δύο πρώτα βιλαέτια εκτείνονταν από Βορρά προς Νότο, ενώ του Κοσσόβου (το οποίο βρίσκεται εκτός των Ελληνικών συνόρων) εκτεινόταν από τα Δυτικά προς τα Ανατολικά.

Με τον τρόπο αυτόν η Πύλη πίστευε ότι θα πετύχαινε να ισορροπήσει τα διάφορα εθνικά στοιχεία, που κατοικούσαν εκεί.

Όταν πλέον ήταν φανερό ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα κατέρρεε το ενδιαφέρον όλων των μεγάλων δυνάμεων στράφηκε και στην κατάκτηση του χώρου της Τουρκίας γενικά (Ανατολικό ζήτημα) και της Μακεδονίας ειδικότερα (Μακεδονικό Ζήτημα).

Η Ρωσία, η οποία μέχρι την περίοδο του Καποδίστρια τηρούσε μια «φιλελληνική» στάση (το ξανθό γένος), κατασκεύασε τη θεωρία του πανσλαβισμού.

Το 1862 τοποθετείται πρεσβευτής της Ρωσίας στην Κων/πολη ένας σπουδαίος Ρώσος, ο στρατηγός Νικολάϊ Παύλοβιτς Ιγνάτιεφ (1832-1908) που αναδείχτηκε ως ο κορυφαίος εκφραστής της πολιτικής του πανσλαβισμού. Τα αποτελέσματα της πολιτικής του σε λίγα χρόνια άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Οι Βούλγαροι αρχίζουν να ζητούν ανεξάρτητη Εκκλησία από το Πατριαρχείο.

Το 1867 πολλές κοινότητες της βόρειας Βουλγαρίας ζητούν από το Σουλτάνο την άδεια να κατέλθουν ένοπλοι στην επαναστατημένη Κρήτη και να βοηθήσουν τα τουρκικά στρατεύματα. Η Κρητική Επανάσταση τελειώνει το 1869. Τον επόμενο χρόνο ο Σουλτάνος υπογράφει διάταγμα, με το  οποίο ιδρύεται η Βουλγαρική Εξαρχία. Το Πατριαρχείο αντιδρά αμέσως. Στην αρχή την αφορίζει και κατόπιν κηρύσσει την Εκκλησία της Βουλγαρίας σχισματική το 1872, κατηγορώντας την για «εθνοφυλετισμό». Η Βουλγαρική Εξαρχία εγκαθίσταται στην Κων/πολη. Ακολουθεί ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1876-78 που καταλήγει στην ήττα της Τουρκίας και τη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου.

Η Σερβία έλαβε εδάφη, το Μαυροβούνιο έγινε ανεξάρτητο και δημιουργήθηκε αυτόνομη μεν αλλά μεγάλη Βουλγαρία.

Από το Μάρτιο μέχρι τον Ιούλιο του 1878 παίχτηκε ένα μεγάλο διπλωματικό παιχνίδι μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Αυστρίας και Ρωσίας για τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ρωσία απομονώθηκε από όλες τις άλλες δυνάμεις. Έτσι, η Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου δεν εφαρμόστηκε (ευτυχώς για την Ελλάδα). Την αντικατέστησε η συνθήκη του Βερολίνου με την οποία ιδρύθηκε Βουλγαρικό κράτος με μικρότερα όρια από εκείνα της ηγεμονίας. Η περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας έγινε αυτόνομη με τρεις ισότιμες γλώσσες: Τουρκικά, Βουλγαρικά και Ελληνικά. Η περιοχή προσαρτήθηκε εν μια νυκτί πραξικοπηματικά στη Βουλγαρία στις 18 Σεπτεμβίου 1885. Η Ελλάδα έλαβε το 1881 τη Θεσσαλία, πλήν της επαρχίας Ελασσόνας και την Άρτα. Να σημειώσουμε ότι τότε η Αγγλία έλαβε από τους Τούρκους την Κύπρο εξ αιτίας της μεγάλης διπλωματικής υποστήριξης που της έδωσε (τυπικά η Κύπρος αγοράστηκε).

Οι Κρητικοί δεν έμειναν, βέβαια, και αυτοί με σταυρωμένα χέρια. Έγινε πάλι επανάσταση το 1878 που κατέληξε στη σύμβαση της Χαλέπας.

Στο χώρο της Μακεδονίας οι Βούλγαροι ενισχυμένοι με χρήματα από τους Ρώσους ξεκίνησαν έναν αγώνα για να προσηλυτίσουν με όλα τα μέσα τους Χριστιανούς κατοίκους στη Βουλγαρική Εξαρχία. Ιδρύθηκαν δύο οργανώσεις. Το 1893 η ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση), είναι η VMRO. Το σύνθημά της ήταν «η Μακεδονία στους Μακεδόνες». Μακεδόνες ήταν κατά την οργάνωση όλοι ανεξαιρέτως οι κάτοικοι της Μακεδονίας.

Η λέξη δεν είχε εθνοτική σημασία. Στόχος της Βουλγαρίας ήταν σε πρώτη φάση η αυτονομία της περιοχής και κατόπιν η προσάρτησή της στη Βουλγαρία, όπως ακριβώς συνέβη και με την Ανατολική Ρωμυλία.

Το 1895 ιδρύθηκε στη Σόφια και δεύτερη οργάνωση, η «Ανωτάτη Μακεδονική Επιτροπή» που ζητούσε ανοιχτά την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Στο παιχνίδι μπήκαν και οι Σέρβοι, κυρίως βόρεια του Μοναστηρίου, και οι Ρουμάνοι που προσπάθησαν να προσεταιριστούν τους Βλαχόφωνους. Παράλληλα, στα Δυτικά, Αλβανοί με τη στήριξη του Βατικανού, Ιταλίας και Αυστροουγγαρίας προσπαθούσαν να δημιουργήσουν κράτος.

Κάτω από αυτούς τους όρους ξεκίνησε η ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1904-08). Εδώ οι Κρήτες, με ορμητήριο την «ΟΜΟΝΟΙΑ» έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο. (Έχει αναλυθεί εκτενέστατα σε άρθρα και ομιλίες). Δεν είναι τυχαίο, και έχει μεγάλη συμβολική σημασία, ότι ο Ελευθ. Βενιζέλος επέλεξε ως συναρχηγό στην επανάσταση του Θερίσου τον Κων/νο Μάνο που βρισκόταν τότε στη Μακεδονία (Ο Μάνος δεν ήταν Κρητικός). Ο Βενιζέλος θέλησε με τον τρόπο αυτόν να στείλει το μήνυμα της άρρηκτης σχέσης όλων των περιοχών του Ελληνισμού.

Είκοσι εφτά χρόνια μετά οι Μακεδόνες εκλέγουν Κρητικό βουλευτή Φλώρινας – Καστοριάς. Είναι ο Γεώργιος Τσόντος, ο θρυλικός αρχηγός καπετάν Βάρδας του Μακεδονικού Αγώνα.

Ο Μακεδονικός αγώνας κερδήθηκε, γιατί έγινε υπόθεση όλων των Μακεδόνων, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία είχαν ελληνική συνείδηση ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλούσαν (Ελληνικά, Σλαβικά, Βλάχικα, Αρβανίτικα). Να σημειώσουμε ότι ένα μεγάλο μέρος Σλαβόφωνων, Βλαχόφωνων και Αλβανόφωνων ήταν δίγλωσσοι. Ο Μαζαράκης αναφέρει στα απομνημονεύματά του οικογένεια όπου ο παππούς ήταν Ελληνόφωνος, ο πατέρας δίγλωσσος και ο γιός Σλαβόφωνος.

Τα σλαβόφωνα χωριά της Μακεδονίας έδωσαν σπουδαίους και φανατικούς Μακεδονομάχους. Ο περίφημος Κώττας πριν ανεβεί στην αγχόνη στο Μοναστήρι φώναξε στα σλαβικά: «Ντα ζίβε Γκρέτσια» («Ζήτω η Ελλάδα»).

Οι Βούλγαροι αποκαλούσαν γραικομάνους τους Σλαβόφωνους Έλληνες και έτρεφαν μένος εναντίον τους. (Ακόμα και σήμερα στα Σκόπια χρησιμοποιείται ο όρος αυτός).

Ο Στρατηγός Ιβάνωφ, διοικητής σώματος στρατού στον Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο του 1913, γράφει: «Το γλωσσικό Μακεδονικό ιδίωμα δεν ήταν κριτήριο της Εθνικής συνείδησης των Σλαβόφωνων πληθυσμών, όπως νομίζαμε».

Το 1912-13 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της παλαιάς ιστορικής Μακεδονίας. Εδώ θα σταθούμε για κάποιες επισημάνσεις.

1η Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης οφείλεται στην επιμονή του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο Κων/νος ζητούσε να βαδίσει προς το Μοναστήρι.

2η Η καθυστέρηση της κατάληψης της Θεσσαλονίκης είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη του Μοναστηρίου από τους Σέρβους.

3η Ο Κων/νος επέμενε να προελάσει στη Σόφια. Πείστηκε την τελευταία στιγμή από το στρατηγό Μανουσογιαννάκη για το άτοπο αυτής της απόφασης. Και ενώ μέχρι τότε διαβεβαίωνε το Βενιζέλο ότι μπορεί να συνεχίσει τον πόλεμο, ώστε να αποσπάσει περισσότερα εδάφη, του τηλεγράφησε νύχτα ότι πρέπει να συμφωνηθεί επειγόντως ανακωχή.

Το διπλωματικό δαιμόνιο του Βενιζέλου πέτυχε ώστε να μη φανεί η αδυναμία της χώρας. Για τον λόγο αυτόν υποχώρησε στην αξίωση της Ρουμανίας για τα Ρουμανικά σχολεία – που έτσι κι αλλιώς υπήρχαν χωρίς βέβαια πολλούς μαθητές, αφού οι Βλάχοι είχαν και έχουν ισχυρότατη Ελληνική συνείδηση.

Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου η Ελλάδα πήρε το 53% της Μακεδονίας, η Σερβία το 35%, η Βουλγαρία το 10% και η νεοσύστατη Αλβανία το 2%. Τα Σκόπια βρέθηκαν βέβαια στην πλευρά της Σερβίας (κατόπιν Γιουγκοσλαβίας). Η περιοχή ονομαζόταν Βαρντάρσκα (Βαρδαρία). Βαρδάρης είναι ο Αξιός ποταμός. Από την Ελληνική Μακεδονία αναχώρησαν για την Τουρκία φανατικοί μουσουλμάνοι, που δεν ανέχονταν την Ελληνική, πλέον, διοίκηση.

Οι περιπέτειες όμως δεν έληξαν εδώ. Η Μακεδονία βρέθηκε στη δίνη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και του Εθνικού διχασμού. Τα Βουλγαρικά στρατεύματα μπήκαν στην Αν. Μακεδονία το 1916. Ήταν το αποτέλεσμα της ουδετερόφιλης – ουσιαστικά γερμανόφιλης – πολιτικής του Κωνσταντίνου.

Η Επανάσταση της Εθνικής Αμύνης και το λεγόμενο κράτος της Θεσσαλονίκης έγιναν από το Βενιζέλο για τη σωτηρία της Μακεδονίας. Αν η χώρα είχε παραμείνει ουδέτερη, τη Θεσσαλονίκη και το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας θα κέρδιζε η Σερβία.

Οι Κρητικοί και εδώ έδωσαν το παρόν. Οι περισσότεροι από τους πρώτους στρατιώτες της Εθνικής Αμύνης ήταν Κρητικοί. «Εις την Άμυνα εκεί πολεμούν οι Κρητικοί». Από τότε τηρήθηκε μια παράδοση στο κόμμα των Φιλελευθέρων, να ξεκινά τον προεκλογικό του αγώνα από τη Θεσσαλονίκη.

Να επισημάνουμε ότι όλα αυτά τα χρόνια, ιδιαίτερα μετά το 1900 άρχισε το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις ΗΠΑ κυρίως. Εκεί μετανάστευσαν και πολλοί Βούλγαροι, όχι κατ’ ανάγκη, από τη Μακεδονία, οι οποίοι μετέφεραν εκεί και τις δύο «μακεδονικές» οργανώσεις.

Το 1919 στο συνέδριο ειρήνης ο πρόεδρος Ουίλσον επηρεαζόμενος προφανώς από αυτούς λάμβανε αρχικά θέσεις που δεν ήταν φιλελληνικές. Χρειάστηκε να επιστρατευτεί η ομογένεια και το διπλωματικό δαιμόνιο του Βενιζέλου για να αλλάξει γραμμή η Αμερική.

Η Μακεδονία βάρυνε αποφασιστικά στη ζυγαριά των υπέρ και κατά της επανέναρξης των εχθροπραξιών στον Έβρο το 1923 μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.

Η Γιουγκοσλαβία, όπως πίστευε ο Βενιζέλος θα επενέβαινε για να συγκρατήσει δήθεν τη Βουλγαρία και θα καταλάμβανε αυτή τη Θεσσαλονίκη. Για το λόγο αυτό υπογράφτηκε η συνθήκη της Λωζάνης.

Μετά το 1923 δόθηκε ευκαιρία σε όσους κατοίκους της Μακεδονίας ήθελαν να μεταναστεύσουν στη Βουλγαρία. Υπολογίζεται ότι σε μια δεκαετία έφυγαν μόνο 66.000. Οι εναπομείναντες Σλαβόφωνοι (δίγλωσσοι) είχαν Ελληνική συνείδηση. Βέβαια τόσο η Βουλγαρία όσο και η Γιουγκοσλαβία προσπαθούσαν να τους προσεταιριστούν.

Για λόγους ιστορικής αλήθειας να επισημάνουμε δύο παράγοντες που επέδρασαν ώστε σε ελάχιστους από αυτούς να κλονιστεί η εθνική συνείδηση.

Πρώτον, το ζήτημα των περιουσιών των Τούρκων που έφυγαν. Λογικό ήταν ότι υπήρξαν διενέξεις με τους πρόσφυγες από τη Μ. Ασία.

Δεύτερον, κάποιες απαράδεκτες ενέργειες που σημειώθηκαν σε βάρος τους από κρατικά όργανα, ιδιαίτερα την περίοδο της δικτατορίας του Γεωργίου Β’ (Μεταξά), αν και παραδοσιακά ψήφιζαν κυρίως αντιβενιζελικά κόμματα.

Το 1941 οι κάτοικοι των Σκοπίων υποδέχτηκαν ως ελευθερωτές τους Γερμανούς, ενώ η περιοχή κατελήφθη από τη Βουλγαρία που θεωρούσε ότι της ανήκε. Μέχρι τότε ο όρος Σλαβομακεδόνας δεν ήταν δηλωτικό της εθνότητας. Οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονταν είτε Βούλγαροι ή Σέρβοι ή Έλληνες (Γραικομάνοι).

Ο Τίτο για πρώτη φορά επιχείρησε να κατασκευάσει μια νέα εθνότητα τους «Σλαβομακεδόνες», ή «Μακεδόνες» ονομάζοντας την περιοχή των Σκοπίων «Δημοκρατία της Μακεδονίας» το 1945. Ήταν ένα από τα έξι ομόσπονδα κράτη της Γιουγκοσλαβίας.

Η Βουλγαρική Εκκλησία επανήλθε το 1945 στο Πατριαρχείο, ενώ το Βουλγαρικό κράτος ουδέποτε αναγνώρισε «Μακεδονική» εθνότητα και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να θεωρεί Βουλγάρους τους Σλάβους κατοίκους της περιοχής. Από το 1950 και μετά, οι σχέσεις Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας περνούσαν κρίσεις εξ αιτίας του ζητήματος αυτού.

Και η Ελλάδα δυστυχώς βρέθηκε στη δίνη του εμφυλίου πολέμου. Επίσημη θέση της χώρας ήταν ότι για μας Μακεδονικό ζήτημα δεν υφίσταται, αλλά είναι πλέον διμερές θέμα Βουλγαρίας – Γιουγκοσλαβίας. Μάταια φωνές όπως του Σοφοκλή Βενιζέλου, του Ηλία Τσιριμώκου αλλά και του Σταμάτη Μερκούρη της ΕΔΑ συνιστούσαν στην τότε κυβέρνηση Καραμανλή να προσέξει τις Ελληνογιουγκοσλαβικές συμφωνίες του 1959.

Παράλληλα με τα Σκόπια δρούσαν και οργανώσεις σε χώρες της Δύσης, ολιγομελείς οι περισσότερες, αλλά με τεράστια οικονομική ενίσχυση. Οι οργανώσεις αυτές (που ήταν και φιλοτιτοϊκές και φιλοβουλγαρικές της δεξιάς και φιλοβουλγαρικές της αριστεράς) δημιούργησαν στο εξωτερικό το μύθο του «σκοπιανού μακεδονισμού». Εύλογα θα διερωτηθεί ο αναγνώστης. Τώρα τι γίνεται;

Επειδή βλέπω στην τηλεόραση και διαβάζω πολλούς «ειδικούς» και «σώφρονες» που ελεεινολογούν την κακή μας θέση γιατί 140 χώρες αναγνώρισαν τα Σκόπια με το όνομα «Μακεδονία», παραπέμπω σε κοινή δήλωση 15 πρώην πρεσβευτών της χώρας που δημοσιεύτηκε στον τύπο. Μεταξύ άλλων αναφέρει: «Γεωγραφικός προσδιορισμός θα χρησιμοποιηθεί για την προπαγάνδα τους περί διηρημένης Μακεδονίας. Εθνικός ή χρονικός θα παραπέμπει στην πλαστή ιστορία των Σλάβων που αναμίχθηκαν με Μακεδόνες και γέννησαν τους Σκοπιανούς». Καταλήγει η δήλωση: «Εμείς ό,τι κι αν κάνουν οι άλλες χώρες δεν πρέπει να νομιμοποιήσουμε ιμπεριαλιστικές επιθέσεις εναντίον της πατρίδας μας και χάλκευση της Ιστορίας, Ελληνικής και παγκόσμιας».

Προσωπικά πιστεύω ότι είναι λάθος της χώρας να θέσει μόνο το θέμα του ονόματος. Με τον τρόπο αυτόν ερχόμαστε σε αντίθεση με άλλες χώρες, χωρίς ίσως να έχουμε κάποιον ξεκάθαρο στόχο. Λέμε τι δε θέλουμε, ενώ πρέπει να λέμε τι θέλουμε. Χωρίς βέβαια να υποχωρήσουμε στο ζήτημα του ονόματος, θα πρέπει να στρέψουμε αλλού το κύριο βάρος της προσπάθειας. Στην αναγνώριση των Ελλήνων των Σκοπίων. Όταν η Βουλγαρία έδωσε διαβατήρια σε όποιον Σκοπιανό επιθυμούσε, 200.000 άτομα πήραν Βουλγαρικό διαβατήριο. Ανάμεσά τους και ένας πρώην πρωθυπουργός των Σκοπίων που δηλώνει πιά Βούλγαρος.

Ο ιστορικός ηγέτης των Σκοπίων Κύρο Γκλιγκόρωφ είχε δηλώσει σε συνέντευξη του σε Τσέχικη εφημερίδα (που αναδημοσίευσαν τα «ΝΕΑ») ότι στα Σκόπια υπάρχουν 100.000 Έλληνες. Άλλες στατιστικές εκτιμήσεις τους δίνουν περισσότερους. Κανείς όμως δε δίνει επίσημες στατιστικές ή μάλλον έγκυρες. Ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλούν (Ελληνικά, Σλαβικά, Βλάχικα ακόμη και Αλβανικά) η χώρα οφείλει και πρέπει να τους βρει. Ας μη ξεχνάμε ότι πολλές φορές οι εθνικές συνειδήσεις βρίσκονται «εν υπνώσει».

Ο Ελληνισμός έχει αποδείξει μια διαχρονική πολιτισμική ανωτερότητα. Είναι σίγουρο ότι θα πετύχει να επαναφέρει στην αγκαλιά της μάνας πολλά από τα χαμένα παιδιά της. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ρυμουλκήσουμε τα Σκόπια προς το μέρος μας.

 

Γ. ΚΑΡΤΣΩΝΗΣ

Leave A Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *