ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΟΝΤΟΣ – (KAPETAN ΒΑΡΔΑΣ)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΤΣΟΝΤΟΣ  – (KAPETAN  ΒΑΡΔΑΣ)

Ο Αητός των μακεδονικών και ηπειρωτικών βουνών, Γεώργιος Τσόντος ή Βάρδας, γεννήθηκε στ’ Ασκύφου των Σφακίων στις 18 Γενάρη του 1871, με καταγωγή από την Αράδαινα Σφακίων. Πατέρας του Γιώργου ήταν ο Χαράλαμπος ή Τσοντολάμπης, που ηγήθηκε σώματος Σφακιανών στη Μεγάλη Επανάσταση του 1866-1869 και παππούς του ήταν ο Μανούσος Τσόντος, οπλαρχηγός Σφακίων 1821-1833, που κρεμάστηκε στην επανάσταση του 1833 στις Μουρνιές. Επίσης, ο οπλαρχηγός Νικόλας Τσόντος, από την ίδια οικογένεια, μετείχε στην επανάσταση του Χαιρέτη το 1841.τσοντος γεωργιος 1904-1908 001

Μετά τη γέννηση του Γιώργου, η οικογένεια ήλθε στην Αθήνα. Είναι Ιούνιος του 1874. Σε ένα καφενείο στα Χαυτεία, που συχνάζουν Κρητικοί γίνεται μια παρεξήγηση που καταλήγει σε συμπλοκή. Ο καπετάνιος (Τσοντολάμπης) επεμβαίνει για να χωρίσει τους συμπατριώτες του, και δυστυχώς τραυματίζεται θανάσιμα. Ο μικρός Γιώργος μένει ορφανός. Σα γιός σημαντικού Κρητικού αγωνιστή, είναι υπότροφος του κράτους. Είναι καλός μαθητής. «Παίρνει τα γράμματα».

Τελειώνει το Γυμνάσιο. Μα αυτός δεν είναι καλαμαράς. Οι πρόγονοί του ήταν οπλαρχηγοί. Έτσι, ακολουθεί το επάγγελμα του στρατιωτικού. Το Σεπτέμβρη του 1888 μπαίνει στη Σχολή των Ευελπίδων. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι η εισαγωγή στη Σχολή ήταν τότε πολύ δύσκολη. Είχε και δίδακτρα. Για το λόγο αυτό οι μαθητές της Σχολής ήταν παιδιά της λεγόμενης «ανώτερης τάξης». Ίσως τα δίδακτρα του Τσόντου να κατέβαλε το κράτος, δηλαδή ο βασιλιάς.

Στη Σχολή γνωρίστηκε με τον Παύλο Μελά και τον Ιωάννη Μεταξά. Μαζί τους θα πάρει μέρος αργότερα στην «Εθνική Εταιρεία». Από τη Σχολή αποφοιτά 5 χρόνια μετά (τόσα ήταν τα έτη φοίτησης τότε), το 1893, ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού (στο πυροβολικό κατατάσσονταν οι καλοί αξιωματικοί).

Το 1895 ξεσπά στην Κρήτη η λεγόμενη «τυχερή επανάσταση».  Ο Τσόντος είναι πια ανθυπολοχαγός. Μιας και το επίσημο κράτος δεν ευνοεί την επανάσταση μεταβαίνει μόνος του στο Νησί. Τον καλούσαν οι πρόγονοί του, οι Καπετάνιοι. Με τη λήξη της επανάστασης επιστρέφει στην Αθήνα. Μα ο στρατός έχει κανόνες. Παραπέμπεται στο Στρατοδικείο «λιποτάκτης». Το Στρατοδικείο βέβαια τον αθωώνει. Η Κυβέρνηση όμως θέλει να κρατήσει άψογη στάση απέναντι στους Τούρκους. Έτσι, τίθεται σε αργία στις 26 Οκτωβρίου του 1896. Το Γενάρη του 1897 η Κυβέρνηση αποφασίζει να αποστείλει στην Κρήτη το Σώμα του Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Ο Τσόντος ανακαλείται από την αργία. Το Φλεβάρη του 1897 σώμα ελληνικού στρατού υπό τον τότε ταγματάρχη Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκη αποβιβάζεται στην Κρήτη ως προπομπός του κυρίως σώματος του Βάσσου. Στο σώμα αυτό ως αρχηγός ουλαμός πυροβολικού είναι και ο ανθυπολοχαγός Γ. Τσόντος. Διακρίνεται για το θάρρος του στις μάχες της Κανδάνου, του Σελίνου και στη μάχη και άλωση του Πύργου της Μάλαξας. Ο νεαρός ανθυπολοχαγός μπορεί πια να είναι περήφανος. Οι πρόγονοί του, οι Καπετάνιοι, σίγουρα θα καμάρωναν από τον άλλο κόσμο το λεβέντη που πέτυχε αυτό για το οποίο αυτοί αγωνίστηκαν και έπεσαν.

Ο Τσόντος, μετά την ανακωχή του 1897 υπηρετεί στη Λαμία ως ουλαμαγός μέχρι το 1902, οπότε τοποθετείται στη χαρτογραφική υπηρεσία.

Στο μεταξύ η Μακεδονία «βράζει». Βουλγαρία, Ρουμανία, Τουρκία, εκκολαπτόμενοι Αλβανοί εθνικιστές καθώς και όλες οι τότε μεγάλες δυνάμεις προσπαθούν με κάθε τρόπο να επηρεάσουν και να σύρουν στην πλευρά τους τον ελληνογενή πληθυσμό της Μακεδονίας.

Στο σημείο αυτό να ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση αναφέροντας ότι οι Έλληνες ήταν ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι, αλβανόφωνοι. Η γλώσσα, όπως τόνιζε ο Ε. Βενιζέλος, δεν ήταν δηλωτικό της εθνότητας, κύριο στοιχείο της οποίας ήταν και παραμένει η συνείδηση. Απέναντι στους επιδρομείς της Μακεδονίας βρίσκονταν 2 «αδύναμοι πόλοι». Η Κυβέρνηση της μικρής και ηττημένης στον πόλεμο του 1897 Ελλάδας και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που βέβαια βρισκόταν και βρίσκεται σε αιχμαλωσία.

Φωτισμένοι και τολμηροί επίσκοποι, που τοποθέτησε ο τότε Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ (μια από τις σπουδαιότερες μορφές του νεότερου Ελληνισμού), ανέλαβαν να διαποιμάνουν και να καθοδηγήσουν το μακεδονικό Ελληνισμό. Τότε συνέβη το θαύμα. Λειτούργησε το εθνικό φιλότιμο. Εθελοντές από την Ελλάδα, και κυρίως από την Κρήτη, προσέτρεξαν στη Μακεδονία. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 φονεύεται σε μάχη ο γενικός αρχηγός των ελληνικών σωμάτων στη Δυτική Μακεδονία, ο Παύλος Μελάς. Την ηγεσία των ελληνικών τμημάτων αναλαμβάνει ο υπολοχαγός Γεώργιος Κατεχάκης (Ρούβας) από το Ηράκλειο της Κρήτης. Από το εθνικό προσκλητήριο δε θα μπορούσε να λείψει ο Σφακιανός, ο Τσόντος. Έτσι, μετά το θάνατο του φίλου του Παύλου Μελά, βγαίνει αντάρτης στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας, στις 5 Νοεμβρίου του 1904. Τυπικά έχει παραιτηθεί από το στρατό και έχει λάβει το ψευδώνυμο Βάρδας, με το οποίο θα μείνει στην ιστορία και στη συνείδηση όλου του κόσμου.

«Μεριάστε ο Βάρδας να διαβεί,

να πάει στο Μοναστήρι

Κει που’ναι ο πόλεμος χαρά

κι η μάχη πανηγύρι».

Μετά την ασθένεια του Κατεχάκη, ο Τσόντος (Βάρδας πιά) αναλαμβάνει τη γενική αρχηγία των Ελληνικών ομάδων της Δυτικής Μακεδονίας, την οποία θα κρατήσει μέχρι το τέλος του Μακεδονικού αγώνα. Ο Βάρδας συγκεντρώνει το Σώμα του στο χωριό Βογατσικό της Καστοριάς, το οποίο θα έχει ως βάση. Κατόπιν διαλύει στα Καστανοχώρια το Σώμα του αρχικομιτατζή Κοστάνοφ. Στο μεταξύ οργανώνει επιτροπές σε όλα τα χωριά. Το κάθε χωριό είχε ένοπλες ομάδες, οδηγούς, αγγελιοφόρους. Οι κάτοικοι της περιοχής αναθάρρησαν.

Τα ένοπλα σώματα είχαν πια βάσεις. Στις 25 Μαρτίου του 1906 επιτέθηκε και διέλυσε την κύρια βάση των κομιτατζήδων στη Ζαγορίτσανη (τη μικρή Σόφια, όπως την αποκαλούσαν). Κατόπιν επιτέθηκε στην Κορέστια, άλλη μεγάλη βάση των κομιτατζήδων, την οποία διέλυσε επίσης. Στις 5 Δεκεμβρίου του 1905 επιστρέφει στην Αθήνα, από όπου συνεχίζει τον αγώνα προωθώντας στη Μακεδονία Κρήτες αγωνιστές, ανάμεσά τους και ο οπλαρχηγός Τσόντος Μιχάλης, ξάδελφος του Βάρδα.

Στο αρχείο του Συλλόγου μας στην «Ομόνοια» υπάρχει επιστολή του Βάρδα που την ευχαριστεί για τη μεγάλη υλική προσφορά της στον αγώνα. Στο μεταξύ προάγεται σε υπολοχαγό. Τον Ιούνιο του 1906 εξέρχεται για 2η φορά στη Μακεδονία. Δρα κυρίως στην περιοχή του Μοναστηρίου. Τότε έκανε τη μεγαλύτερη επίθεση του αγώνα στο χωριό Ιγρί, που ήταν βάση των κομιτατζήδων.

Ανενόχλητος πλέον μπορούσε να οργανώσει τα χωριά κυρίως των σλαβόφωνων Ελλήνων, στους οποίους ο Βάρδας έδωσε όπλα για να μπορούν να αντιμετωπίζουν μόνοι τους, τούς κομιτατζήδες. Στη Μακεδονία παρέμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1907, οπότε επέστρεψε στην Αθήνα. Συνολικά παρέμεινε στη Δυτική Μακεδονία τριάμισι χρόνια, περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα αξιωματικό στην περιοχή αυτή. Για τη δράση του οι Τουρκικές αρχές τον επικήρυξαν με 1.000 λίρες. Τον Ιούνιο του 1910 προάγεται σε λοχαγό Β’ τάξεως και τοποθετείται στην Α’ Μεραρχία ως υπασπιστής του στρατηγού Μανουσογιαννάκη. Στις 23 Απριλίου του 1912 προάγεται σε λοχαγό Α’ τάξεως.

Τον Οκτώβριο του 1912 ξεκινά ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης αποσπάται στο Επιτελείο της Γ’ Μεραρχίας στη Δυτ. Μακεδονία, περιοχή που έδρασε και εγνώριζε πολύ καλά. Έτσι, ο Βάρδας είδε να απελευθερώνονται η Καστοριά, η Βίγλιστα, η Κορυτσά, το Λεσκοβίκι, η Πρεμετή και η Κλεισούρα. Κατόπιν, τοποθετείται στην Κορυτσά ως σύμβουλος του πολιτικού διοικητή Καψαμπέλη και του στρατιωτικού διοικητή συνταγματάρχη Κοντούλη.

Στη διάρκεια του ελληνοβουλγαρικού πολέμου ορίζεται, με απόφαση του βασιλιά πια Κων/νου, γενικός αρχηγός των ελληνικών σωμάτων που σχηματίστηκαν από έναν λόχο στρατιωτών και άτακτους εθελοντές για να αντιμετωπίσουν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες στις περιοχές Κιλκίς, Σερρών, Δράμας και Νευροκοπίου. Η βοήθεια που πρόσφερε το Σώμα αυτό στον τακτικό στρατό ήταν πολύ σημαντική.

Κατόπιν, επιστρέφει στη θέση του ως υπασπιστής του στρατηγού Μανουσογιαννάκη, που ήταν διοικητής σώματος στρατού στη Δράμα. Ο Σφακιανός στρατηγός εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Τσόντο, που ήταν και συγγενής του και αυτή η εκτίμηση ήταν αμοιβαία.

Αμέσως μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων προάγεται σε ταγματάρχη (Σεπτέμβριος του 1913) και τοποθετείται στην Κορυτσά στην αρχή ως βοηθός του Κοντούλη και κατόπιν διοικητής μοίρας πυροβολικού στη μεραρχία που έδρευε εκεί.

Όμως το βόρειο κομμάτι της Ηπείρου αν και ελευθερώθηκε από τον Ελληνικό στρατό παραχωρείται με απόφαση των μεγάλων δυνάμεων στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας. Οι Ηπειρώτες αντιδρούν. Ο Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος παραιτείται από διοικητής της Ηπείρου και σχηματίζει δική του κυβέρνηση.

Οι Κρητικοί, πάντοτε πρωτοπόροι, όπως και στο μακεδονικό αγώνα, συρρέουν κατά κύματα στη Βόρειο Ήπειρο. Ο Βενιζέλος δεν μπορεί αν κάνει απολύτως τίποτα. Η Ελλάδα πρέπει να αφομοιώσει τις νέες χώρες. Επιπλέον, ως αντάλλαγμα προσφέρεται στην Ελλάδα η αναγνώριση της κυριαρχίας της στα νησιά του Αιγαίου. Ο Βενιζέλος γνωρίζει ότι ο Σφακιανός θα το «βροντήξει». Έτσι, στις 15 Φεβρουαρίου του 1914 η μοίρα του Βάρδα διατάσσεται να μετασταθμεύσει από την Κορυτσά στα Γιάννενα.

Εκεί ο Βάρδας λαμβάνει διαταγή του υπουργού των στρατιωτικών που ήταν ο Βενιζέλος, να παρουσιαστεί στην Αθήνα. Ήταν ένας τρόπος για να μην πάρει μέρος ο Βάρδας στο βορειοηπειρωτικό αγώνα που είχε ήδη ξεκινήσει. Ο Βάρδας παραμένει στην Αθήνα μέχρι τον Απρίλιο του 1914. ΄Εχει στενή συνεργασία με τον αντιπρόσωπο της κυβέρνησης της Β. Ηπείρου στην Αθήνα. Στέλνει κρυφά από το Βενιζέλο στην περιοχή της Κορυτσάς τους Κρήτες οπλαρχηγούς Βρανά, Ξηρούχα και Καραβίτη. Τελικά την 1η Απριλίου του 1914 ο επαναστάτης νικά τον αξιωματικό.

Ο Βάρδας παραιτείται για μια ακόμα φορά από τον ελληνικό στρα-τό. Ο Αητός των Σφακίων πετά αυτή τη φορά στην Κορυτσά. Γίνεται πραγματικός σεισμός. Όλοι οι Κρήτες οπλαρχηγοί (εκτός από 2) σπεύδουν να τεθούν στις διαταγές του Βάρδα. Ανάμεσα στους Κρήτες εθελοντές βρίσκεται ο οπλαρχηγός Ιωάννης Τσόντος από την Αράδαινα   και ένας νεαρός φοιτητής της Ιατρικής από τα Σφακιά που παράτησε τις σπουδές του για να πολεμήσει στον πόλεμο του 1912-1913 και τώρα στη Β. Ήπειρο. Είναι ο Σήφης Βαρδινογιάννης που χρημάτισε κατόπιν πρόεδρος της Αδελφότητάς μας, της «Ομόνοιας».

Ο Γεώργιος Ζωγράφος τοποθέτησε το Βάρδα γενικό αρχηγό των σωμάτων της ανατολικής πλευράς της Β. Ηπείρου (Κορυτσάς). Ο Βάρδας διευθύνει με επιτυχία τη μάχη της Νικολίτσας (24 Απριλίου 1914) και εδραιώνει τις Ελληνικές θέσεις στην περιοχή. Στις 17 Μαΐου υπογράφεται το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Οι εχθροπραξίες σταματούν. Ο Βάρδας το «φυσάει και δεν κρυώνει». Τώρα που ήταν έτοιμος να καταλάβει την Κορυτσά, ανακωχή!! Η αφορμή για το Βάρδα δόθηκε.

Πληροφορίες έλεγαν ότι οι Αλβανοί άτακτοι του Εσάτ Πασά που δε δέχονταν ως ηγεμόνα τους το Γερμανό Βιτ θα καταλάμβαναν την Κορυτσά. Έτσι ο Βάρδας στις 20 Ιουνίου του 1914 στέλνει τελεσίγραφο στον Ολλανδό διοικητή να του παραδώσει την πόλη και μετά την άρνησή του επιτίθεται στις 22 Ιουνίου. Ύστερα από σφοδρή μάχη η πόλη καταλαμβάνεται από τις Ελληνικές δυνάμεις. Ο λαός υποδέχεται το Βάρδα σαν ελευθερωτή.

Ο γραμματέας της μητρόπολής Παύλος Χαρισιάδης συνθέτει προς τιμήν του μια ακροστιχίδα, της οποίας τα γράμματα σχηματίζουν το όνομά του.

Ο Βάρδας προνοεί και λαμβάνει μέτρα για την προστασία όλων των κατοίκων, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Κατόπιν επικεφαλής σώματος 3.000 ανδρών καταλαμβάνει την περιοχή από τη Μοσχόπολη μέχρι το Πόγραδετς. Παραμένει διοικητής της περιοχής μέχρι την 18η Οκτωβρίου 1914, οπότε η πόλη ανακαταλαμβάνεται για μια ακόμα φορά από τον Ελληνικό στρατό με εντολή του Ε. Βενιζέλου. Σύσσωμος ο λαός της Κορυτσάς παραβρίσκεται στην τελετή της υποδοχής του συνταγματάρχη Κοντούλη που παραλαμβάνει την πόλη. Μετά την τελετή ο Βάρδας μεταφέρεται στους ώμους των Κορυτσαίων μέχρι το σπίτι του. Φεύγει από την Κορυτσά με το κεφάλι ψηλά. Αποχαιρετά το λαό της Κορυτσάς με μια συγκινητική προκήρυξη. Ανάλογη προκήρυξη εκδίδει και προς τους κατοίκους των επαρχιών Γρεβενών, Σιατίστης, Καστοριάς και Φλώρινας, που συνέδραμαν στον αγώνα.

Ο Βάρδας επιστρέφει στην Αθήνα ως ιδιώτης. Στις 20 Μαρτίου 1915 ανακαλείται στην ενέργεια, ενώ την 21η Μαΐου 1916 γίνεται αντισυνταγματάρχης και υπηρετεί στη Διεύθυνση Υλικού Πολέμου ως υποδιευθυντής. Στο μεταξύ έχει ξεσπάσει ο Εθνικός διχασμός. Ο Βάρδας βρίσκεται στο πλευρό των οπαδών του βασιλιά Κων/νου από ιδεολογία. Αυτός είναι στρατιώτης της πατρίδας που γι’ αυτόν ταυτίζεται με το βασιλιά.

Όσο ο διχασμός φουντώνει, τόσο φουντώνει και το μίσος του Σφακιανού με το Βενιζέλο, που τολμά να τα βάζει με το βασιλιά του. Δεν τον συγκινεί ούτε η παρουσία των Βουλγάρων εχθρών του στην Ανατ. Μακεδονία ούτε η αιχμαλωσία , ούτε η αιχμαλωσία του 4ου Σώματος Στρατού στην Καβάλα και η μεταφορά του στο Γκέρλιτζ.

Η Επανάσταση της «Εθνικής Αμύνης» ήταν γι’ αυτόν μια ιεροσυλία. Έτσι, όταν ο Βενιζέλος έρχεται στην Αθήνα το 1917, οπότε ενοποιούνται τα 2 κράτη, ο Βάρδας δεν το συζητά. Θα φύγει. Ο αητός θα γυρίσει στα βουνά του. Έτσι αποφασίζει να φυγοδικήσει. Για 2,5 χρόνια περίπου ζει ως φυγόδικος στο χωριό Παλαιόκαστρο της Ευρυτανίας. Τον φιλοξενεί ένας γνωστός του, ο Γεώργιος Σιάνος, που είναι όμως βενιζελικός!! Στην εξορία κρατά ημερολόγιο, το οποίο περιέχει πολλές πληροφορίες για τον ερευνητή της εποχής.

Γνώριζαν οι υπηρεσίες του Βενιζέλου την παρουσία του Βάρδα στην περιοχή; Ναι. Στο ερώτημα γιατί δε συνελήφθη νομίζω πως τόσο ο Βενιζέλος όσο και ο Παύλος Γύπαρης, που ήταν συμπολεμιστής του Βάρδα και στη Μακεδονία και στην Ήπειρο δεν θέλησαν να φτάσει η υπόθεση στα άκρα.

«Αφήσετέ τον να περνά

‘που των Χανιώ την πόρτα’

και να φορεί και τ’  άρματα

όπως τα φόρειε πρώτα»

Όπως και να’χει πάντως η παρουσία του Βάρδα στη Ρούμελη συνδέθηκε με στασιαστικές κινήσεις στο στρατό (ιδιαίτερα στο σύνταγμα της Λαμίας) και επέσυρε εναντίον του την μήνιν του βενιζελικού κόσμου. Ο Βενιζέλος πάντως απέφυγε να τον αποτάξει. Απλώς τον αποστράτευσε το Δεκέμβριο  του 1917. Μετά τις μοιραίες εκλογές του 1920 ο Βάρδας επιστρέφει στο στρατό και τοποθετείται αρχικά διοικητής της Σχολής Ευελπίδων και το Δεκέμβριο του 1921 φρούραρχος Αθηνών. Στο μεταξύ προήχθη στο βαθμό του συνταγματάρχου. Είναι λυπηρό ότι το βασιλικό κράτος κράτησε στην Αθήνα (προφανώς για την προστασία του) τον καλύτερο αξιωματικό που διέθετε. Αν ο βασιλιάς ζητούσε από το Βάρδα να υπηρετήσει στη Μικρά Ασία, είναι σίγουρο ότι θα ανταποκρινόταν και θα άφηνε και εκεί τη σφραγίδα του, όπως στη Μακεδονία και την Ήπειρο.

Στις 15 Φεβρουαρίου 1922 ο Τσόντος αποστρατεύεται αυτεπάγγελτα. Το γεγονός ότι ουδέποτε απετάχθη από το βενιζελικό καθεστώς δείχνει την εκτίμηση που υπήρχε στο πρόσωπό του ακόμα και από τους φανατικούς πολιτικούς αντιπάλους του.

Στις εκλογές του 1932 εκλέγεται βουλευτής Φλώρινας – Καστοριάς με το Λαϊκό κόμμα. Το ίδιο και στις εκλογές του 1933. Το 1935 εκλέγεται στην ίδια περιοχή ως πληρεξούσιος στην Ε’ Εθνική Συνέλευση με το συνδυασμό του Φίλιππου Δραγούμη, αδελφού του Ίωνα. Τον Οκτώβριο του 1935 ο Κονδύλης προ-τείνει στον Τσόντο να αναλάβει Υπουργός – γενικός διοικητής Κρήτης. Τα πνεύματα στην Κρήτη είναι τεταμένα. Ο Βενιζέλος βρίσκεται εξόριστος στο εξωτερικό, δικασμένος σε θάνατο. Ο Τσόντος από 10 Οκτωβρίου του 1935 έως το τέλος του Νοέμβρη κατεβαίνει στα Χανιά ως γενικός διοικητής και ασκεί με απόλυτη επιτυχία τα καθήκοντά του. Τότε προβιβάζεται αναδρομικά στο βαθμό του αντιστρατήγου.

Το 1936 επανεκλέγεται στην 3η αναθεωρητική Βουλή.

Η εκλογική του πελατεία ήταν κατά βάση ο ντόπιος πληθυσμός ελληνόφωνοι ή σλαβόφωνοι, αφού οι πρόσφυγες ψήφιζαν βενιζελικά κόμματα. Είναι ίσως μοναδικό φαινόμενο στην πολιτική ιστορία η εκλογή στην επαρχία ενός προσώπου που δεν είχε καταγωγή από την περιοχή αυτή. Οι άνθρωποι αυτοί ψήφιζαν το Βάρδα 25 χρόνια μετά σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης για τους αγώνες του.P7070010-ττττ

Ο στρατηγός Γεώργιος Τσόντος – Βάρδας πέθανε στην Αθήνα στις 15 Σεπτεμβρίου 1942 από τις στερήσεις και το μαρασμό που του προκάλεσε η γερμανική κατοχή και κηδεύτηκε στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών.

Ο Σφακιανός αητός δεν μπορούσε να ζήσει σκλάβος και ήταν γέρος πια για να βγει στο βουνό.

             Γεώργιος Καρτσώνης

Καθηγητής