Κρήτη 1855. Η Τουρκική κατοχή απλώνει τη βαριά σκιά της στο νησί. Κι ας ξεσηκώθηκε το 1821 και ελευθερώθηκε. Οι Αγγλογάλλοι έδωσαν το νησί στους Τούρκους. Δεν θα ‘πρεπε ο “Ρωσόφιλος” Καποδίστριας να έχει και την Κρήτη στο κράτος του.
Μα τώρα μαίνεται ο Κριμαϊκός πόλεμος κι όλοι οι Κρητικοί ποθούν τη νίκη της Ρωσίας. Ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος.
Από την άλλη μεριά οι Τουρκοκρήτες – που είναι εξωμότες Χριστιανοί – τρέμουν, φοβούνται το Μόσκοβο.
Ξέρουν ότι τα εγκλήματά τους κατά των Χριστιανών είναι τόσα που δεν πρόκειται να μείνουν στο νησί αν η Κρήτη ενωθεί με την Ελλάδα.
Στα Χανιά έφτασε η είδηση ότι Αγγλογάλλοι και Τούρκοι πέτυχαν μια μεγάλη νίκη εναντίον των Ρώσων.
Ευκαιρία για το Μεμέτ αγά το “ρωμιοτουρκεμένο”, κατά το τραγούδι, να οργανώσει ένα γλέντι.
Έτσι, σε ένα χάνι στην περιοχή της Αγιάς στο χωριο Κυρτομάδο, δύο ώρες δρόμο από τα Χανιά, συγκεντρώθηκαν Τουρκοκρήτες και άρχισαν το γλέντι.
Δύο γιγαντόσωμοι νεαροί Χριστιανοί, πρώτα ξαδέλφια, μπήκαν στο χάνι αψηφώντας τους Τούρκους και διαλύουν το γλέντι.
Από τότε άρχισε να ανατέλει το αστέρι του “Αχιλλέα της Κρήτης” για τους Έλληνες, του “Καρά-Σεϊτάν” (μαύρος διάβολος) για τους Τούρκους του Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη.
Η οικογένειά του είχε τις ρίζες της στο Βυζάντιο και εγκαταστάθηκε στην Κρήτη πριν την Τουρκική κατάκτηση. Το οικογενειακό επώνυμο ήταν Κόκκος. Κάποιος Ιωάννης Κόκκος λόγω της σωματικής του διάπλασης ονομάστηκε Γιάνναρης και έτσι παρέμεινε ως επώνυμο.
Ο πατέρας του – αγωνιστής της επανάστασης του 1821 – έγινε ιερέας. Για ιερέα προόριζε και το γιό του, τον Μιχάλη, που γεννήθηκε στους Λάκκους της Κυδωνίας το 1831.
Πήγαν μαζί στα Ιεροσόλυμα όταν ο Μιχάλης ήταν 17 χρονών. Από τότε ονομάστηκε Χατζημιχάλης. Μιας και προοριζόταν για ιερέας, ο Μιχάλης “έμαθε γράμματα”.
Οι εξελίξεις όμως στο νησί “έτρεχαν” κι έτσι ο Χατζημιχάλης έγινε από το 1855 – ημέρα της συμπλοκής στο χάνι – επανάστατης.
Η ιδιωτική του ζωή από τότε ταυτίστηκε με την ιστορία της Κρήτης.
Η Τουρκική διοίκηση δεν ανέχεται βέβαια τον εξευτελισμό αυτό. (Ακούς θράσος οι γκιαούρηδες? Σηκώνουν κεφάλι).
Έτσι οι ζαπτιέδες (χωροφύλακες) άρχισαν να καταδιώκουν τα δύο ξαδέρφια, το Χατζημιχάλη Γιάνναρη και το Γιανναρομιχάλη (έτσι ήταν γνωστός).
Αφού φυγοδίκησαν για αρκετό χρόνο τελικά συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές του Ρεθύμνου.
Προφανώς η Τουρκική διοίκηση θεωρούσε ασφαλέστερο το Ρέθυμνο από τα Χανιά, που ευρίσκοντο πολύ πιο κοντά στους Λάκκους. Όμως, σαν ο τράος δυνατός δεν τον στένει η μάντρα. Και η μάντρα των φυλακών ήταν πολύ μικρή για να σταματήσει τους δύο ήρωες οι οποίοι δραπέτευσαν.
Πρώτος πήδηξε το τείχος ο Γιανναρομιχάλης. Κατόπιν ο Χατζημιχάλης ο οποίος έσπασε την κνήμη του και έτσι συνελήφθη από του ζαπτίεδες. Ο Γιανναρομιχάλης γυρίζει πίσω να δει τι έγινε. Όταν είδε ότι ο ξάδελφος του είχε συλληφθεί, παραδόθηκε και αυτός.
Έτσι, τα δύο ξαδέρφια οδηγήθηκαν πίσω στη φυλακή. Τελικά ελευθερώθηκαν αφού οι Χριστιανοί συγκέντρωσαν με εράνους το βαρύ πρόστιμο που τους είχε επιβληθεί.
Στην επανάσταση του Μαυρογένη (1858) ο Χατζημιχάλης ήταν πια φτασμένος οπλαργηγός.
Μετά τη λήξη του κινήματος οι Τούρκοι, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, θέλησαν να κερδίσουν όσες μικρές παραχωρήσεις είχαν δώσει στους Κρητικούς. Έστειλε, λοιπόν, ο Σουλτάνος της Κρήτης τον Χουσεϊν Χουσνή πασά για τον οποίο ο ιστορικός Βασίλειος Ψιλάκης αναφέρεις επιγραμματικά “Η αποθηριωμένη ψυχή του ήταν ζωγραφισμένη εις το σιχαμερό και κίτρινο προσωπό του”.
Ο πασάς στέλνει στους Λάκκους νύχτα ένα πλήρες τάγμα Τούρκων Ζουάβων (φορούσαν κόκκινα παντελόνια) το οποίο καταλαμβάνει το χωριό και συλλαμβάνει τον Χατζημιχάλη.
Ο ήρωας περιφέρεται επιδεικτικά στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο.
“Έπιασα τον Αχιλλέα σας, το στρατηγό σας, που θα σας έφερνε τα πλοία και τα κανόνια από τον Μωριά” έλεγε ο Χουσνή πασάς στους Χριστιανούς.
Τελικά, ο Γιάνναρης αποφυλακίζεται με όρο βέβαια να είναι “φρόνιμος”. Είναι δυνατόν?
Έτσι το 1860 φεύγει για την Ελλάδα όπου κατατάσσεται στο λεγόμενο τάγμα Κρητών το οποίο είχε συσταθεί τότε.
Βρισκόμαστε στις παραμονές της πτώσεως του ΄Όθωνα, όταν το αντι-Οθωνικό κίνημα φούντωνε.
Το τάγμα διαλύθηκε επειδή θεωρήθηκε αντικαθεστωτικό και ακόμα χειρότερο πολλοί Κρητικοί που υπηρετούσαν σ’ αυτό, συνελήφθησαν και μέσω Σύρου εστάλησαν στην Κρήτη.
Όπως σημειώνει ο Ψιλάκης “Εκ της αθλίας εκείνης συμπεριφοράς της κυβερνήσεως προς του μετά τοις αύτης αυταπαρνήσεως προστρεταντες νέους εκ Κρήτης, εξερεθισθέντες οι εις Ελλάδα Κρητικοί μετέσχον της Επαναστάσεως του Ναυπλίου (2 Φεβρουαρίου 1862)’’.
Όταν επέστρεψε στην Κρήτη ο Χατζημιχάλης συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στις φυλακές Τοπχανά Χανίων.
Οι Λακκιώτες όμως οργανώνουν την απόδρασή του. Αφού έκοψε τα σίδερα, μια νύχτα, παραλήφθηκε από την ομάδα που τον περίμενε και καβάλα σε ένα μουλάρι κατέφυγε στα Λευκά Όρη (“εμαδάρωσε” κατά την έκφραση της εποχής) μέχρις ότου έλαβε αμνηστία.
Στις 30 Μαρτίου 1866 οι Λακκιώτες συγκεντρώνονται στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου και επαναστατούν. Ως αρχηγό προτείνουν τον ευρισκόμενο στο Ακρωτήρι Χατζημιχάλη, ο οποίος κατόπιν εξελέγη γενικός αρχηγός της Κυδωνίας στη Μεγάλη επανάσταση του 1866-69.
Ένα μήνα μετά την έκρηξη της επανάστασης οι Τούρκοι, με διαταγή του Μουσταφά πασά, καταλαμβάνουν τους Λάκκους και καταστρέφουν εκ θεμελίων το σπίτι του Γιάνναρη για παραδειγματισμό.
Ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης ήταν αναμφίβολα η κορυφαία στρατιωτική φυσιογνωμία της Δυτικής Κρήτης στη Μεγάλη Επανάσταση. Ήταν παρόν σε όλες τις μάχες που δόθηκαν στην περιοχή.
Το τέλος της επανάστασης είναι γνωστό. Η ελλαδική κυβέρνηση άφησε τελικά τους επαναστάτες χωρίς εφόδια. Ο Γιάνναρης βρέθηκε στη Σαμαριά αποκλεισμένος με λίγους συντρόφους του έχοντας να αντιμετωπίσει τους Τούρκους, την πείνα και το κρύο. Έτσι αναγκάζεται να παραδοθεί.
Οι Τούρκοι έχουν στα χέρια τους τον πολιτικό αρχηγό της επανάστασης, Παρθένιο Περίδη και το στρατιωτικό Χατζημιχάλη Γιάνναρη.
Ο τότε διοικητής της Κρήτης Χουσεϊν Αυνής συνοδεύει ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη το Γιάνναρη ως εξέχοντα αιχμάλωτο. Για την επιτυχία του αυτή ο Αυνής διορίστηκε Μέγας Βεζύρης.
Ο Γιάνναρης τέθηκε υπό αστυνομική επιτήρηση. Ο Βεζύρης πίστεψε ότι θα μπορούσε να τον εκμεταλευτεί με τη χορηγία υψηλής σύνταξης. Πόσο λίγο τον ήξερε.
Το Πάσχα του 1870 ο Γιάνναρης ζητά να εκκλησιαστεί. Από την εκκλησία διαφεύγει μεταμφιεσμένος σε ιερέα. Κατόπιν με τη βοήθεια του Ρώσου πρεσβευτή διαφεύγει στην Οδησσό.
Κατατάσσεται στο Ρωσικό στρατό με μεγάλο βαθμό (πιθανόν στρατηγού). Διέμεινε στο Ταιγάνι μέχρι το 1877. Μετά από περιπετειώδες ταξίδι, φτάνει στην Κρήτη για να ηγηθεί της επανάστασης του 1878 που κατέληξε στη συνθήκη της Χαλέπας, για τη σύνταξη της οποίας εργάστηκε και ο ίδιος.
Κατόπιν αναχώρησε για την Ελλάδα.
Ο Χατζημιχάλης διέμεινε για ένα διάστημα στα κρητικά του Πειραιά. Εκεί που σήμερα βρίσκεται το κτίριο της Αδελφότητας Κρητών Πειραιά “Η Ομόνοια”. Το οίκημα αυτό αργότερα προσφέρθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο σύλλογο ως αναγνώριση του εθνικού του έργου στο Μακεδονικό αγώνα.
Κατά το κίνημα του 1889 προσπάθησε από την Ελλάδα να στηρίξει τον αγώνα.
Πρόεδρος της επαναστατικής συνέλευσης ήταν ο ανηψιός του, Αντώνης Γιάνναρης (1852-1909) διακεκριμένος φιλόλογος.
Το 1896 παρά την ηλικία του κατεβαίνει για μια ακόμα φορά ως στρατιωτικός στο νησί όπου συμβάλλει στην επιτυχή έκβαση της μάχης του Ελληνικού στρατού υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο στα Λιβάδια Χανίων τον Ιανουάριο του 1897.
Τότε τερματίζεται και η πολεμική του δράση που ξεκίνησε το 1855. Περίπου 42 χρόνια!!!
Στην πρώτη Κρητική Βουλή που συγκροτήθηκε εξελέγη πληρεξούσιος.
Δεν έπαψε ποτέ να ενδιαφέρεται για την τύχη της πατρίδας του και να επιθυμεί την ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα.
Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που έστειλε στα μέλη της Κρητικής Βουλής τον Ιούνιο του 1905 κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Θερίσου.
Προσπαθεί να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ των πλευρών δικαιώνοντας, όμως, ουσιαστικά τους επαναστάτες αφού ζητά χρονοδιάγραμμα για την ένωση και τονίζοντας ότι μέχρι τότε η Κρήτη θα πρέπει να κυβερνάται “συνταγματικώς” και “φιλελευθέρως”.
Είναι, ίσως, το τελευταίο πολιτικό κείμενο του Γιάνναρη.
Εν τω μεταξύ συγγράφει απομνημονεύματα και το επικολυρικό ποίημα η “Κρητικοπούλα” το οποίο αναφέρεται στην Επανάσταση του 1866.
Τον Νοέμβριο του 1911 εκλέγεται Πρόεδρος της Συνέλευσης των Κρητών η οποία αποφάσισε την ένωση με την Ελλάδα.
Μετά την παραίτησή του (τον διαδέχθηκε ο Αντώνιο Μιχελιδάκης) ανακηρύχθηκε επίτιμος Πρόεδρος.
Και το πλήρωμα του χρόνου ήλθε.
Την πρώτη Δεκεμβρίου του 1913 έγινε η επίσημη τελετή της ένωσης της Κρήτης με τη Μητέρα Ελλάδα.
Ο Αναγνώστης Μάντακας και ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης δύο βετεράνοι αγωνιστές των Κρητικών Αγώνων ύψωσαν την Ελληνική σημαία στο Φρούριο Φιρκά στα Χανιά παρουσία του Βασιλιά Κων/νου και του Πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου μπροστά σε μια λαοθάλασσα που παραληρούσε από ενθουσιασμό.
Όταν οι ριπές του αέρα του Κρητικού πελάγους ανέμιζαν την Ελληνική σημαία που υψωνόταν σίγουρα ο Αχιλλέας της Κρήτης θα ψιθύρισε “Νυν απολύεις τον δούλον σου δέσποτα”
Ο αετός των Λευκών Ορέων, ο Αχιλλέας της Κρήτης, ο καπετάν Χατζημιχάλης Γιάνναρης, πέθανε στις 17 Ιουλίου 1916.
Η κηδεία του υπήρξε πάνδημη.
Θάφτηκε με τιμές στρατηγού, στον Ομαλό στο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα που το είχε κτίσει ο ίδιος σαν τάμα ύστερα από την επιτυχία μιας από τις πολλές αποδράσεις του.
Μαζί του έκλεισε μία ολόκληρη εποχή.
Ήταν ο τελευταίος μεγάλος πολέμαρχος-οπλαρχηγός των αγώνων που έδωσε το Ελληνικό έθνος για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού, ισάξιος του Δασκαλογιάννη, του Ζαχαριά, του Βλαχάβα, του Κατσαντώνη, του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη.
Γ. ΚΑΡΤΣΩΝΗΣ