ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΟΜΙΛΗΤΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΤΣΩΝΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΥΣ ΣΤΟ Α’ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (7/2/2016)

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΟΜΙΛΗΤΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΤΣΩΝΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΥΣ ΣΤΟ Α’ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (7/2/2016)

ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΣΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑresized_2μν (70)

Βρισκόμαστε σήμερα σ’ αυτόν τον Ιερό Ναό για να τιμήσουμε την μνήμη όλων των συμπατριωτών μας, που αγωνίστηκαν και ιδιαίτερα θυσιάστηκαν για τη Μακεδονία μας. Εκδηλώσεις σαν τη σημερινή έχουν σκοπό να τονώσουν την ιστορική μνήμη, ιδιαίτερα των νέων, σε εποχή που η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση τείνει να μας μεταβάλλει σε έναν χυλό χωρίς ιδανικά και οράματα.

Επιτρέψτε μου μια πολύ σύντομη αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο εκείνης της εποχής. Η Μακεδονία ήταν και είναι μια γεωγραφική ενότητα. Επί Οθωμανικής κυριαρχίας δεν ήταν καν επίσημη διοικητική μονάδα. Η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της ήταν Έλληνες. Υπήρχαν βέβαια και Βούλγαροι, Σέρβοι, Εβραίοι, Αρμένηδες και Τούρκοι μουσουλμάνοι, πολλοί από τους οποίους ήταν είτε Έλληνες, είτε Εβραίοι εξισλαμισμένοι. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι το κύριο στοιχείο του προσδιορισμού των Ελλήνων ως έθνους ήταν το θρησκευτικό. Όσοι δηλαδή ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι και αναγνώριζαν ως πνευματική αρχή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ήταν και Έλληνες – Ρωμιοί, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή ομιλία.

Στη διάρκεια της Οθωμανικής κατάκτησης, όταν όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, πολλοί Έλληνες προτίμησαν να χάσουν και να ξεχάσουν την Ελληνική γλώσσα παρά να αλλαξοπιστήσουν. Έτσι υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη Έλληνες στο γένος και στη ψυχή που μιλούσαν Σλάβικα, Αρβανίτικα, Βλάχικα, Τούρκικα, Αρμένικα, και Αραβικά. Αντίθετα όσοι έγιναν μουσουλμάνοι θεωρήθηκαν χαμένοι για το γένος μας, έστω κι αν διατήρησαν την Ελληνική γλώσσα.

Το Μακεδονικό ζήτημα ξεκίνησε όταν η Βουλγαρία άρχισε να υλοποιεί σχέδιο υφαρπαγής της Μακεδονίας και της Θράκης.

Το 1870, με την ανοχή και βοήθεια των Τουρκικών αρχών ιδρύθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία, δηλαδή σχισματικό Βουλγαρικό Πατριαρχείο, το οποίο βέβαια δεν αναγνώρισε το Φανάρι.

Θα ρωτήσετε, γιατί οι Τούρκοι θέλησαν να αποδυναμώσουν το Πατριαρχείο; Πρώτον γιατί ο κυριότερος αντίπαλός τους ήταν και είναι οι Έλληνες και δεύτερον εφάρμοσαν την απλή τακτική του διαίρει και βασίλευε.

Το Σουλτανικό βεράτιο που εκδόθηκε όριζε ότι αν τα 2/3 των ορθόδοξων Ρωμιών μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας ήθελαν να ενταχθούν στη Βουλγαρική Εξαρχία τότε θα μπορούσαν να έχουν δικό τους «σχισματικό επίσκοπο».

Όμως γρήγορα κατάλαβαν οι Βούλγαροι ότι  ματαιοπονούν. Οι κάτοικοι της Μακεδονίας παρέμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο. Ιδιαίτερη εντύπωση, φαίνεται ότι έκανε στους Βούλγαρους, το γεγονός ότι τα σλαβόφωνα χωριά δεν υπέκυψαν στη προπαγάνδα τους, που βέβαια συνοδευόταν από μεγάλα υλικά ανταλλάγματα.

Ονόμασαν τότε -υβριστικά- τους πληθυσμούς αυτούς «γραικομάνους». (Στα Σκόπια χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα αυτόν τον χαρακτηρισμό).

Όταν είδαν ότι οι προσπάθειες τους πέφτουν στο κενό, άρχισαν να τρομοκρατούν και να εκβιάζουν τους Μακεδόνες.

Πολλές δασκάλες, πολλοί ιερείς, πρόκριτοι και μορφωμένοι Έλληνες δολοφονήθηκαν, ενώ αμέτρητες κατοικίες Ελλήνων πυρπολήθηκαν.

Είναι ευτύχημα για τον Ελληνισμό ότι την περίοδο εκείνη βρέθηκαν στη κορυφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου άξιοι, θαρραλέοι και οξυδερκείς Πατριάρχες, όπως ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ και ο Ιωακείμ ο Γ΄, οι οποίοι διείδαν αμέσως τον κίνδυνο.

Φρόντισαν λοιπόν να στείλουν στις περιοχές αυτές μητροπολίτες νέους, θαρραλέους και μορφωμένους, οι οποίοι στάθηκαν στο πλευρό του ποιμνίου τους.

Έτσι τοποθετήθηκαν στην Κορυτσά ο Φώτιος Καλπίδης (ο οποίος δολοφονήθηκε), στα Γρεβενά ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης (ο οποίος δολοφονήθηκε επίσης), στην Καστοριά ο περίφημος Γερμανός Καραβαγγέλης, στη Δράμα ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (ο μετέπειτα Εθνομάρτυς), στο Μοναστήρι ο Ιωακείμ Φορόπουλος, στην Έδεσσα ο Στέφανος Δανιηλίδης. Στις Σέρρες τοποθετήθηκε μητροπολίτης  ο Σφακιανός Γρηγόριος Ζερβουδάκης, ο οποίος εποίμανε επάξια τη μητρόπολη σε όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.

Στο τέλος της ζωής του, το 1923, έγινε Οικουμενικός Πατριάρχης (Γρηγόριος 7ος) διαδεχόμενος, τον επίσης Κρητικό, Μελέτιο Μεταξάκη.

Μετά τον πόλεμο του 1897 οι Βούλγαροι άρχισαν πλέον με οργανωμένα παραστρατιωτικά τμήματα,τους κομιτατζήδες, να δρούν στη περιοχή της Μακεδονίας.

Στο παιχνίδι μπήκαν οι Ρουμάνοι αλλά και οι Σέρβοι.

Η Μακεδονία αιμορραγούσε καθημερινά, ο κίνδυνος ήταν άμεσος. Το Ελληνικό κράτος ηττημένο από τον πόλεμο του 1897 φαινόταν αδύναμο.

Όμως όπως λέει και ο Κωστής Παλαμάς : «Η μεγαλοσύνη στους λαούς – δε μετριέται με το στρέμμα – με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται- και με το αίμα». Κάτι τέτοιο στην Ελληνική ψυχή περίσσευε, ξεχείλιζε.

Ο Μητροπολίτης Καστοριάς, Γερμανός Καραβαγγέλης, γράφει το 1902 στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδος Θρασύβουλο Ζαϊμη, την περίφημη επιστολή του, όπου τονίζει μεταξύ άλλων : «Στείλτε μου πενήντα Κρητικούς να τους ενώσω με τους δικούς μου». Και συνεχίζει : « Ο καιρός είναι κατάλληλος για δράση. Ένα σωρό πρόκριτοι ,ιερείς και διδάσκαλοι είναι μυημένοι και οι οπλαρχηγοί περιμένουν ενίσχυση από την Ελλάδα. Ο ερχομός των παλληκαριών από κάτω (δηλαδή από την Κρήτη ) θα δώσει κουράγιο στους δικούς μου, θα εμποδίσει την αποσκίρτηση τους και θα φοβίσει τους Βούλγαρους».

Ο Δεσπότης γνώριζε ποιούς ζητούσε. Τους καλύτερους στρατιώτες της Ρωμιοσύνης, τους Κρητικούς. Το Κρητικό δημοτικό τραγούδι διασώζει το κάλεσμα του Δεσπότη :

«Ελάτε σεις ηρωϊκοί της Κρήτης Πολεμάρχοι,

Ρούβα και Βάρδα και Κλειδή και Θύμιε Καούδη,

Κατσίγαρη και Πούλακα, Σκουντρή και Νικολούδη,

Μπολάνη και Καλογερή, Γαλάνη, Σεϊμένη,

ψυχές μεγάλες με τιμή σ’ αγώνες αγιασμένες,

τση μάνας Κρήτης οι γενιές, οι χιλιοδοξασμένες».

Πρέπει να πούμε ότι πάντα οι Κρητικοί απέβλεπαν στην απελευθέρωση ολόκληρου του Ελληνισμού και όχι μόνο του νησιού τους.

Το 1897 τα τουρκικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από το νησί.

Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών στην Κρήτη, πολλοί Κρητικοί – όπως αναφέρει ο ιστορικός Εμμανουήλ Αναστασάκης- αποβιβάζοντο αυτοβούλως στον Πειραιά, προκειμένου να προωθηθούν στη Θεσσαλία για να πολεμήσουν. Κι ας είχε ήδη συνομολογηθεί ανακωχή. Είχαν από τότε, σαν από ένστικτο, στραμμένο το βλέμμα προς βορρά, προς τη Μακεδονία. Άκουσαν, λοιπόν, το κάλεσμα του Δεσπότη και έτρεξαν αμέσως.

Εδώ με υπερηφάνεια θα πρέπει να τονίσουμε και να εξάρουμε την προσφορά της Αδελφότητος μας, της «ΟΜΟΝΟΙΑΣ», στον Μακεδονικό αγώνα. Από την «ΟΜΟΝΟΙΑ» περνούσαν οι Κρητικοί όταν έβγαιναν στον Πειραιά με το πλοίο.

Ο ομιλών θυμάται τις διηγήσεις γερόντων, μελών του Συλλόγου που μιλούσαν για τα παλληκάρια που έρχονταν από την Κρήτη για να ορντινιαστούν. Μόνα τους εφόδια λίγα ρούχα στη βούρια τους και πολλή πίστη και θάρρος. Άφηναν ένα σημείωμα με το όνομα τους και το χωριό τους και έφευγαν με λίγα παξιμάδια για το ταξίδι τους. Το δρομολόγιο ήταν συνήθως μέχρι τη Χαλκίδα με το σιδηρόδρομο. Χαλκίδα- Βόλο με πλοίο, Βόλο – Τρίκαλα – Καλαμπάκα πάλι με το σιδηρόδρομο. Μετά πεζοπορώντας περνούσαν τα Ελληνοτουρκικά σύνορα. Κατευθύνοντο κυρίως προς Δυτική Μακεδονία και Μοναστήρι.

Ο καθηγητής της Ιστορίας Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος γράφει : «Το Κρητικό στοιχείο αναμφισβήτητα έπαιζε κατά το χρονικό διάστημα του Μακεδονικού Αγώνα, τον σπουδαιότερο ρόλο και συνέβαλλε άμεσα στην ευνοϊκή διεξαγωγή του. Χωρίς να παραγνωρίσει κανείς την προσφορά όλων των Ελλήνων που ήλθαν από όλες τις γωνιές του Ελληνικού Κράτους αλλά και της Οθωμανικής επικράτειας για να πολεμήσουν στη Μακεδονία, η προσφορά των Κρητών μαχητών ήταν κυριαρχική. Μέσα στα αφιλόξενα βουνά και στις απρόσιτες περιοχές του βορειοδυτικού μακεδονικού χώρου, όπου κυρίως έδρασαν, συνάντησαν τους καλύτερους Έλληνες, τους σλαβόφωνους, οι οποίοι είχαν ακμαία Ελληνική συνείδηση και τους συμπαραστάθηκαν με κάθε τρόπο. Η περιοχή του Μορίχοβου που συγκέντρωσε τα φανατικότερα Ελληνικά χωριά αποτέλεσε για το Κρητικό στοιχείο αληθινό καταφύγιο στις δύσκολες περιστάσεις».

Οι Μακεδόνες, λοιπόν, αγκάλιασαν τους Κρητικούς και πήραν δύναμη από αυτούς . Η ιστορία του Γ.Ε.Σ σημειώνει ότι η Κρήτη ήταν η πρώτη σε αναλογία σε στελέχη και μαχητές στη Μακεδονία. Μετά τον ηρωϊκό θάνατο του Παύλου Μελά, τη διοίκηση όλων των Ελληνικών αντάρτικων δυνάμεων στη Δυτική Μακεδονία ανέλαβε ο ανθυπολοχαγός Γεώργιος Κατεχάκης (Καπετάν Ρούβας) από το Ηράκλειο. Μετά από αυτόν ο Σφακιανός ανθυπολοχαγός Γεώργιος Τσόντος (ο θρυλικός Καπετάν Βάρδας) που έμεινε αρχηγός μέχρι το τέλος του αγώνα. Στη Μακεδονία έδρασε επίσης ως αρχηγός σώματος ο λοχαγός Νικόστρατος Καλομενόπουλος (Καπετάν Νίδας).

Το 1907 την προεδρία του κομιτάτου στην Αθήνα που διήυθυνε το Μακεδονικό Αγώνα ανέλαβε ο «πολιτογραφημένος» Κρητικός Κωνσταντίνος Μάνος, συναρχηγός του Ελευθερίου Βενιζέλου στην επανάσταση του Θερίσου.

Από τους 20 ιδιώτες αρχηγούς σωμάτων που ήταν στην Μακεδονία, οι 14 ήταν Κρητικοί. Τρείς από αυτούς, ο Μανώλης Κατσίγαρης, ο Βαγγέλης Νικολούδης και ο Γιώργης Σκαλίδης, βρήκαν ηρωϊκό θάνατο στη μάχη. Αναφέρουμε και τα ονόματα των υπολοίπων έντεκα: 1.Βολάνης Γεώργιος, 2. Καούδης Ευθύμιος, ο οποίος μετά το θάνατο του Παύλου Μελά, ανέλαβε την αρχηγία των Σωμάτων, μέχρι να έλθει ο Κατεχάκης, 3. Μακρής Δικώνυμος – Γεώργιος, 4. Πουλάκης Ιωάννης, 5. Σκουντρής Μανώλης, 6. Παύλος Γύπαρης,ο συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου, 7. Ιωάννης Καραβίτης, 8. Στέλιος Κλειδής, 9. Νταφώτης Γιάννης, 10. Νικολούδης Μανώλης, ένας ακόμα Νικολούδης, 11. Τσόντος Μιχαήλ, ένας ακόμα Τσόντος.

Ακόμα να αναφερθούμε στον ηρωϊκό Λεωνίδα Παπαμαλέκο που έμεινε στον Πειραιά και ήταν μέλος της «ΟΜΟΝΟΙΑΣ» (έπεσε στη Σιάτιστα το 1912). Υπολογίζεται ότι από τους 6.000 που μετείχαν ως εθελοντές στο Μακεδονικό μέτωπο, οι 3.000 περίπου ήταν Κρητικοί.

Η ιστορία του Γ.Ε.Σ σημειώνει: «Τον μεγαλύτερον φόρον του αίματος εις τον αγώνα εκείνο επλήρωσεν μετά την Μακεδονίαν, η Μεγαλόνησος Κρήτη».

Πράγματι από τους 2.000 νεκρούς, οι 700 ήταν Κρητικοί.

Αναφέρουμε τα ονόματα των νεκρών οπλαρχηγών Α’ και Β΄ Τάξεως και ομαδαρχών από τους πίνακες του Γ.Ε.Σ: 1.Αδριανάκης Νικόλαος, 2. Καλογεράκης Ιωάννης, 3. Φιωτάκης Παναγιώτης, 4. Φιωτάκης Στέφανος, 5. Φιωτάκης Στυλιανός, 6. Βρανάς Λαμπρινός, 7. Μιναδάκης Γεώργιος ή Λιάπης, 8. Σεϊμένης Γεώργιος- Γιάννης και Μανούσος, 9. Αθητάκης Εμμανουήλ, 10. Γιακουμάκης Εμμανουήλ, 11. Κωνστανταράκης Αριστομένης, 12. Καμηλάκης Γεώργιος, 13. Κουρής Γεώργιος, 14. Κριαράς Παύλος, 15. Μέφας Κων/νος, 16. Μέφας Μιχαήλ, 17. Τσινάκης Γεώργιος, 18. Τζουτζουλάκης Βασίλειος.

Ο Μακεδονικός αγώνας πρώτα κερδήθηκε στο ηθικό πεδίο και κατόπιν στο στρατιωτικό. Χαρακτηριστική είναι μια εγκύκλιος του αρχηγείου των Ελληνικών δυνάμεων που βρέθηκε στο αρχείο του Τσόντου. Αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα: «Κάθε αρχηγός είναι υπεύθυνος για τη διαγωγή των ανδρών του. Υποχρεούται να επιβλέπει τις σχέσεις τους με τους κατοίκους των χωριών της περιοχής του. Οφείλει επίσης να εξηγεί και να αναλύει στους άνδρες του τις διαφορές των Ελλήνων από τους Βούλγαρους, τους Ρουμάνους και τους υπόλοιπους.  Τα αντάρτικα σώματα οφείλουν να πληρώνουν την τροφή, τον ιματισμό και την υπόδηση. Όπως ρητά τονίζεται το ενάντιον αποτελεί εθνική αναξιοπρέπεια». Και καταλήγει: «Εάν παραβλέποντες μερικά δευτερεύοντα ζητήματα και αδιαφορούντες δια τα ατυχήματα εντείνομεν τας προσπάθειας μας και εξακολουθήσωμε εργαζόμενοι με αγάπη, φρόνησιν και πειθαρχία πολύ ταχέως και οι Βούλγαροι θα καταλάβουν άπαξ δια παντός ότι η Μακεδονία είναι χώρα Ελληνική και η Ευρώπη θα πεισθεί ότι ο Μήτρος Βλάχος δεν είναι Μπότσαρης, ούτε ο Τάνε Οδυσσέας Ανδρούτσος».

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο κεντρικός άξονας του Μακεδονικού Αγώνα δεν ήταν η βία. Ο Αγώνας ήταν αμυντικός και δίκαιος. Οι Μακεδόνες αδελφοί κάλεσαν τους Κρητικούς σε βοήθεια και εκείνοι πήγαν και σκοτώθηκαν. Έτσι απλά. Γι αυτό και στη συνείδηση των Μακεδόνων, οι Κρήτες είναι τα αδέρφια τους, οι δικοί τους.

Ο αρχηγός Γεώργιος Τσόντος – Βάρδας, 25 χρόνια μετά τον αγώνα εκτέθηκε ως βουλευτής Φλωρίνης και εξελέγη πανηγυρικά από τους ντόπιους. Ήταν δικός τους άνθρωπος. Άλλο ένα δείγμα του σεβασμού και της λαϊκής αποδοχής των Κρητών από τους Μακεδόνες είναι το παρακάτω δημοτικό, στο ντόπιο ιδίωμα (σε μετάφραση).

«Χτές ήταν αγά, οι Έλληνες αντάρτες.

Οι Έλληνες αντάρτες αγά βασανισμένοι απ’ τη φυλακή

Αρχηγός τους ήταν αγά ο Γιώργης ο Βολάνης

Γράμμα έγραψαν αγά στο Παύλο τον καπετάνιο

Τουφέκια να τους στείλει, Ελληνικά μαλινχέρια»

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος διεκήρυξε το 1911: «Εις τον αιματηρόν εκείνον αγώνα μια δράξ ανδρών ενέπνευσε τον τρόμον εις απειράριθμους στρατιάς των τυράννων και συνέτριψε τους κομιτατζήδες δι’ ηρωϊκών κατορθωμάτων. Δια τούτο λόγοι εθνικοί επιβάλλουν όπως ο Μακεδονικός αγών γίνει το Ευαγγέλιον της Ελληνικής Φυλής».

Ο Παν. Κανελλόπουλος: «Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν η αφετηρία της Ιστορίας του Ελληνισμού στον αιώνα μας και πολύ σωστά εξισώνεται με την επανάσταση του 1821 που ήταν η αφετηρία της ιστορίας του Ελληνισμού στον δέκατο ένατο αιώνα. Επιπλέον όμως υπήρξε ένα απόλυτα μοναδικό γεγονός στην ιστορία μας και από την άποψη των περιστάσεων, που μέσα τους σημειώθηκε, και των διαστάσεων που πήρε».

Οι θυσίες των Κρητών δε σταμάτησαν με τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα. Το 1912, με Κρητικό πρωθυπουργό τον Εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο, η Ελλάδα εξόρμησε για να ελευθερώσει τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Από τους ηγέτες του στρατού μας, δυο Κρητικοί ήταν στρατηγοί, ο Σαπουτζάκης και ο μεγάλος Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκης. Οι Κρήτες Μακεδονομάχοι σχημάτισαν σώματα ανιχνευτών που βοήθησαν αποφασιστικά τον Ελληνικό στρατό. Πολλοί, όπως ο ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα Γιώργης Πέρρος, σκοτώθηκαν τότε. Κοντά τους και άλλοι Κρητικοί, το σύνολο σχεδόν του μάχιμου πληθυσμού της Κρήτης που στρατεύθηκαν εθελοντικά και αυτό θα πρέπει να το τονίσουμε, χωρίς να έχουν καμία νομική υποχρέωση, μιας και η Κρήτη δεν είχε ακόμη ενωθεί με την Ελλάδα. Οι Κρήτες εθελοντές απελευθέρωσαν την Πρέβεζα και τη Νικόπολη, με τον καπετάνιο τους, τον θρυλικό Κων. Μάνο.

«Απού πιστεύετε Θεό και τον επροσκυνάτε

Τον καπετάνιο Κωσταντή το Μάνο ν’ αγαπάτε».

Ο Κων. Μάνος θα πέσει αργότερα στη Μακεδονία με το αεροπλάνο του. Είναι ένας από τους πρώτους νεκρούς Έλληνες αεροπόρους.

Να αναφέρουμε ακόμη την αποφασιστική παρουσία της Κρητικής Χωροφυλακής, στους Μπιζανομάχους και ακόμα το πλήθος των εθελοντών που έσπευσαν να πολεμήσουν στο Βορειοηπειρωτικό Αγώνα που ακολούθησε (ένας άλλος μικρός Μακεδονικός Αγώνας στον οποίο πρωτοστάτησαν και πάλι οι Κρητικοί).

Θα κλείσω με τη θυσία του ανεξάρτητου τάγματος των Κρητών, το οποίο είχε διοικητή τον ταγματάρχη Γεώργιο Κολοκοτρώνη, εγγονό του Γέρου του Μοριά. Το τάγμα πολέμησε στην πρώτη γραμμή, στη μάχη του Λαχανά, στον Ελληνοβουλγαρικό Πόλεμο το 1913 με σοβαρές απώλειες. Στην επακολουθήσασα μάχη του υψώματος 1378, το τάγμα έγινε ολοκαύτωμα . Σκοτώθηκαν ο διοικητής, όλοι σχεδόν οι αξιωματικοί (πλην 2 ή 3) και απέμειναν περίπου 150 άνδρες, οι οποίοι συγκροτήθηκαν σε λόχο.

Συγκινητική είναι η αναφορά του στρατηγού Θ. Πάγκαλου στα απομνημονεύματα του. Θα μπορούσε να είναι επιτύμβια στήλη σε ένα ηρώο Κρητών Μαχητών: «Τα ηρωϊκά παιδιά της Κρήτης έπεσαν και ετάφησαν, ομού με τον απόγονον του Κολοκοτρώνη παρά τα ορόσημα των παλαιών Βουλγαρικών συνόρων. Και ο τάφος των θα θυμίζει εις τους Βούλγαρους ότι ουδέποτε θα δυνηθούν να αρπάξουν την Ελληνική Μακεδονία εφ’ όσον θα υπάρχει η Ελλάς και η ηρωϊκή της κόρη Κρήτη».