Μέρες του 1953

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1935

Το λεγόμενο «Κίνημα του ’35» αντιμετωπίζεται σήμερα από πολλούς σαν μια στασιαστική κίνηση του Βενιζέλου στο στράτευμα που είχε στόχο την εξουσία. Φοβάμαι ότι πολλοί από εκείνους που προσεγγίζουν το ζήτημα το κάνουν για να γράψουν κάτι που ίσως βοηθήσει στην ακαδημαϊκή τους καριέρα. Πώς είναι δυνατόν να καταλάβει κάποιος και να ερμηνεύσει τη σημασία του «Κινήματος» αν δεν είναι «βενιζελικός» ; Για να κάνω μια παρέκβαση. Ο κορυφαίος βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν έγινε ορθόδοξος στο δόγμα για να είναι «φούλ γκρήκ», όπως έλεγε. Μόνο έτσι θα καταλάβαινε το Βυζάντιο.

Στο άρθρο αυτό θα επιχειρήσω να δώσω μια «άλλη» ερμηνεία των γεγονότων αυτών. Κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσω ότι «το Κίνημα» ήταν «Επανάσταση», όπως έλεγε ο ίδιος ο Βενιζέλος αλλά και άλλοι ιστορικοί όπως ο Γρηγόριος Δαφνής και ο Γεώργιος Ρούσσος, την ονομάζουν έτσι. Ήταν αναγκαίο και είχε μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας.

Όμως ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή. Το 1920 με τις εκλογές του Νοεμβρίου ανήλθε στην εξουσία η αντιβενιζελική παράταξη με αποτέλεσμα να συντριβεί δυο χρόνια μετά «η Ελλάδα των Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών». Η μικρασιατική καταστροφή ήταν η χειρότερη συμφορά που έπληξε το ελληνικό έθνος. Τις συνέπειές της πληρώνουμε και σήμερα ακόμη (ενενήντα χρόνια δεν είναι πολλά για την Ιστορία).

Μετά την κάθαρση (δίκη και εκτέλεση των έξι) και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας η χώρα προσπάθησε να επουλώσει τις πληγές της και να ενσωματώσει τους πρόσφυγες. Όμως ο εθνικός διχασμός εξακολουθούσε να υπάρχει. Η παράταξη του Βενιζέλου βρέθηκε να διαχειρίζεται μια κατάσταση για την οποία δεν ευθυνόταν. Βλέποντας σήμερα με ψύχραιμο μάτι την πρώτη Δημοκρατία αντιλαμβανόμαστε ότι η χώρα τότε πέτυχε το ακατόρθωτο.

Ιδιαίτερα στην τετραετία 1928-1932 τα εμφανιζόμενα ως «επιτεύγματα» του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά είναι ουσιαστικά έργα της τετραετίας Βενιζέλου. Να σημειωθεί επίσης ότι το καλύτερο Σύνταγμα του Ελληνικού Κράτους θεμελιώθηκε σε εκείνη την πρώτη Δημοκρατία. Τη Δημοκρατία αυτή θέλησε να περισώσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος όταν πια ήταν σίγουρο ότι η Βρετανία είχε σταθερά προσανατολιστεί στην παλινόρθωση. Ο μεγάλος αυτός ηγέτης, που μπορούσε να «δει δια της τεθλασμένης», το είχε έγκαιρα αντιληφθεί.

Από τον Μάρτιο του 1933 ξεκίνησε, με αφορμή την κίνηση του Πλαστήρα, η προσπάθεια να αποδυναμωθούν τα ερείσματα των Φιλελευθέρων στο στρατό. Πρώτος στόχος ο στρατιωτικός Νικόλαος Πλαστήρας και οι φίλοι του που ήταν η αιχμή του δόρατος του βενιζελισμού. Οι «Πλαστηρικοί» είχαν συγκροτήσει την πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα» με Πρόεδρο τον στρατηγό Αναστάσιο Παπούλα, που είχε μεταπηδήσει στο βενιζελικό στρατόπεδο. Μόνιμοι αξιωματικοί του στρατού είχαν συγκροτήσει την Εθνική Στρατιωτική Οργάνωση (ΕΣΟ). Κυριότερα μέλη της ήταν ο συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης καθώς και οι αδελφοί Χριστόδουλος και Ιωάννης Τσιγάντες (ο επονομαζόμενος Μείζων).

Ο Στέφανος Σαράφης ήταν ένας πολύ καλά καταρτισμένος επιτελικά αξιωματικός. Είχε μετεκπαιδευτεί στη Γαλλία όπου υπηρέτησε κατόπιν ως στρατιωτικός ακόλουθος. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα υπηρέτησε ως επιτελάρχης του στρατηγού Αλέξανδρου Οθωναίου ο οποίος υπήρξε «ηγέτης» των βενιζελικών αξιωματικών με μεγάλη επιβολή και κύρος στο στράτευμα. Ο Σαράφης επηρεαζόταν άμεσα από τον Οθωναίο, ο οποίος δεν ήθελε τον Πλαστήρα.

Ο Αλέξανδρος Οθωναίος είχε χρηματίσει πρωθυπουργός για πέντε ημέρες (6-10 Μαρτίου 1933) μετά το αποτυχών κίνημα του Πλαστήρα. Από τότε έβλεπε τον εαυτό του σαν τον μελλοντικό ηγέτη της χώρας, ελπίζοντας ότι οι δύο παρατάξεις θα τον καλούσαν ως σωτήρα σε περίπτωση που θα ήταν ισόπαλες. Έτσι δεν δέχθηκε την πρόταση του Βενιζέλου να αναλάβει, ως όφειλε, την ηγεσία της Επαναστάσεως. Παράλληλα, τορπίλιζε όσο μπορούσε την «λύση» Πλαστήρα μέσω του Σαράφη. Οι «κακές γλώσσες» μιλούσαν για την επιρροή που ασκούσε στον ηλικιωμένο πια στρατηγό η νέα σύζυγος του Παναγή Τσαλδάρη, Λίνα (σερσέ λα φαμ !!!).

Έτσι το «κίνημα» βρέθηκε ακέφαλο με τριμελή ηγεσία, τον Στέφανο Σαράφη, τον πλοίαρχο Κολιαλέξη και τον πολιτικό Αλέξανδρο Ζάννα. Στο Κίνημα είχαν μυηθεί όλες οι φρουρές της Βόρειας Ελλάδος (3ο και 4ο Σώμα Στρατού) κάποιες μονάδες της Αθήνας και βέβαια η Κρήτη, καθώς και πολλοί αξιωματικοί του Ναυτικού.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε επιστολή του, από τα Χανιά, στην Επιτροπή όριζε σαφώς ότι στόχος ήταν η Θεσσαλονίκη.

….. «Εάν ο στόλος καταπλεύσει εις Θεσσαλονίκη, αντίστασης εκ μέρους της φρουράς είναι απίθανος κι αν προβληθεί θα συντριβεί αυθημερόν. Και τότε δια την ευτυχήν έκβασιν του αγώνος ουδεμία επιτρέπεται αμφιβολίαν»….

Παράλληλα, επέμενε να ηγηθεί ο Πλαστήρας. Για το λόγο αυτό ζήτησε ολιγοήμερη αναβολή. Η Επιτροπή έστειλε τον πλοίαρχο Ν. Τούμπα να φέρει τον Πλαστήρα από την Γαλλία στην Ελλάδα, χωρίς όμως να αναβληθεί το Κίνημα. Πίστευαν ότι θα τα καταφέρουν χωρίς τον Πλαστήρα. Ο Τούμπας διεμήνυσε στις 27 Φεβρουαρίου στον Πλαστήρα ότι θα έπρεπε την 1η Μαρτίου να βρίσκεται στην Αθήνα. Ανέφικτο για τις συνθήκες της εποχής. Ο Πλαστήρας έφτασε μέχρι το Πρίντεζι όπου η Ιταλική κυβέρνηση τον έθεσε υπό περιορισμό μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση στην Ελλάδα. Έτσι το Κίνημα έγινε χωρίς τον Πλαστήρα που με την τεράστια επιρροή του στις προσφυγικές μάζες και στο στρατό αλλά και με την μεγάλη του εμπειρία στα κινήματα θα ήταν ο πιο αποφασιστικός παράγοντας επιτυχίας.

Η Παρασκευή της 1ης Μαρτίου ήταν μια παγερή χειμωνιάτικη μέρα. Η Κυβέρνηση έχει πληροφορηθεί για την «κίνηση». Ωστόσο δεν ανησυχεί ιδιαίτερα. Υπουργοί, Στρατιωτικών και Ναυτικών, είναι ο Γεώργιος Κονδύλης και ο ναύαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος, δύο αυτόμολοι της Βενιζελικής Παράταξης, που γνωρίζουν καλά πρόσωπα και πράγματα.

Το απόγευμα ομάδα στρατιωτικών και πολιτών, υπό τους Σαράφη και Χριστόδουλο Τσιγάντε, καταλαμβάνει το Πρότυπο Σύνταγμα Ευζώνων στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη. Άλλη ομάδα με επικεφαλής τον Ιωάννη Τσιγάντε καταλαμβάνει την Σχολή των Ευελπίδων. Οι ενέργειες αυτές ήταν μεγάλο σφάλμα διότι, πρώτον οι δυνάμεις διασπάστηκαν και δεύτερον, εγκλωβίστηκαν μόνες τους, καταλαμβάνοντας μονάδες χωρίς στρατηγική αξία. Θα μπορούσαν αν δρούσαν ενιαία να καταλάβουν το Υπουργείο Στρατιωτικών ή το 1οΣώμα Στρατού. Όπως ήταν φυσικό κυκλώθηκαν από τις δυνάμεις του Κονδύλη και παραδόθηκαν λίγες ώρες αργότερα.

Τι συνέβη όμως με το Ναυτικό ; Ο ναύαρχος Χατζηκυριάκος είχε φροντίσει να φρουρείται καλά ο Ναύσταθμος. Σε όλα τα πλοία, με εξαίρεση τα υποβρύχια, είχαν τοποθετηθεί κυβερνήτες φανατικοί αντιβενιζελικοί. Τα πλοία ήταν χωρίς πυρομαχικά και είχαν αφαιρεθεί τα πώματα από τους κυλίνδρους των μηχανών του «ΑΒΕΡΩΦ». Στο Πέραμα υπήρχε φυλάκιο με διαλεγμένους αντιβενιζελικούς χωροφύλακες. Κι όμως οι άνδρες του ναυτικού κατάφεραν να καταλάβουν τον Ναύσταθμο με σχέδιο που θυμίζει κινηματογραφική ταινία. Το φυλάκιο στο Πέραμα εξουδετέρωσε ένα απόσπασμα της «Δημοκρατικής Άμυνας» υπό τον συνταγματάρχη Ιωάννη Γρηγοράκη και τον υπίλαρχο Παπούλα (γυιό του στρατηγού). Ύστερα έρχεται η ώρα των «κουρσάρων».

Γύρω στις πέντε το απόγευμα φθάνουν στο Πέραμα σαράντα περίπου άνδρες με καπαρντίνες. Μέσα από τις καπαρντίνες φορούν τις στολές τους. Είναι αξιωματικοί του Ναυτικού. Επικεφαλής ο υποναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας και οι πλοίαρχοι Α. Κολιαλέξης και Χαλκιόπουλος. Κρατάνε  λαμπάδες και βαφτιστικά. Ο Δεμέστιχας πρόκειται να κάνει μια βάφτιση στα Παλούκια.

Στο Ναύσταθμο ο πλωτάρχης Κουτσομητσόπουλος χάνει επίτηδες την «ευκαιρία» που βγάζει τους εξοδούχους και παρακαλεί μια βενζινάκατο να τον βγάλει απέναντι. Οι αντιβενιζελικοί που περιμένουν κίνημα ησυχάζουν. Βγήκαν «εξόδου» οι «εχθροί». Η βενζινάκατος που μεταφέρει τον Κουτσομητσόπουλο φθάνει στο Πέραμα. Μαζί της όμως φθάνει και ένα ακόμη πλοιάριο με εξοδούχους που είχαν καθυστερήσει να βγουν. Οι εξοδούχοι βλέπουν τι συμβαίνει. Οι περισσότεροι φεύγουν, δεν θέλουν μπλεξίματα. Κάποιοι που είναι βενιζελικοί προσχωρούν. Και τότε το πλοιάριο που τους έφερε ξεκινάει πρώτο να επιστρέψει στο Ναύσταθμο. Και να ειδοποιήσει …

Τότε ο Δεμέστιχας πετάει την καπαρντίνα του, για να φανούν τα γαλόνια, και όρθιος στην πλώρη του πλοιαρίου του Κουτσομητσόπουλου «λούζει» με ναυτικές βρισιές τον υπαξιωματικό που τόλμησε να μπει μπροστά από έναν ναύαρχο. Ο κυβερνήτης του πλοιαρίου «ψαρώνει» και κάνει κράτει. Οι επαναστάτες μπαίνουν στον Ναύσταθμο. Κατέλαβαν το «ΑΒΕΡΩΦ» του οποίου κυβερνήτης ανέλαβε ο αντιπλοίαρχος Θεόδωρος Κουντουριώτης (γυιός του ναυάρχου), το «ΕΛΛΗ», το «ΨΑΡΡΑ», το «ΛΕΩΝ», το «ΝΙΚΗ» και τα υποβρύχια «ΚΑΤΣΩΝΗΣ» και «ΝΗΡΕΥΣ».

Τα πλοία αυτά, αφού εφοδιάστηκαν με καύσιμα, πυρομαχικά και πόσιμο νερό πέρασαν το στενό της Ψυτάλλειας παρά το πυρά που δέχτηκαν από μια μοίρα πυροβολικού που έστειλε εν τω μεταξύ η κυβέρνηση στο Πέραμα. Ήταν οι πρώτες πρωινές ώρες της 2ας Μαρτίου του 1935. Όταν ο στόλος βρέθηκε στα ανοιχτά του Σαρωνικού ο ναύαρχος Δεμέστιχας προσπάθησε να επικοινωνήσει με τις Φρουρές της Βορείου Ελλάδος. Τίποτα….. Τι είχε συμβεί ; Από κακή συνεννόηση μεταξύ του Σαράφη και του Ταγματάρχη Θωμά Σφέτσου οι Φρουρές της Βόρειας Ελλάδος θεώρησαν ότι το Κίνημα αναβάλλεται. Έτσι, ο ναύαρχος Δεμέστιχας πήρε την μοιραία απόφαση. Αντί ο στόλος να πλεύσει προς Θεσσαλονίκη ή προς Καβάλα έπλευσε προς τα Χανιά, όπου βρισκόταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Με την απόφαση αυτή διαφώνησε ο Κολιαλέξης.

Αυτό ήταν και το καθοριστικότερο σφάλμα που έκρινε το Κίνημα. Επί χρόνια οι βενιζελικοί μηκτύριζαν τον Μανιάτη ναύαρχο που τους «έκαψε» με την γκάφα του. Ο γράφων θυμάται πολλές συζητήσεις Κρητών με Μανιάτες ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. (Ήμουν στη Νεολαία της ΕΔΗΚ του Γεωργίου Μαύρου και του Ιωάννη Ζίγδη).

Στα Χανιά ο Βενιζέλος πληροφορήθηκε την έκρηξη του Κινήματος τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου 2 Μαρτίου. Περισσότερο τον ανησύχησε η είδηση ότι ο στόλος πλέει προς τα Χανιά. Είπε χαρακτηριστικά στον Βουλευτή Μανούσο Βολουδάκη ….. «αν έρθει εδώ ο στόλος όλα χάθηκαν»… Οι κυβερνητικές αρχές καταλύθηκαν και ορίστηκε ένοπλο συλλαλητήριο το απόγευμα, στο προάστιο των Χανίων, την Χρυσοπηγή. Εκεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξεφώνησε τον τελευταίο πολιτικό λόγο της ζωής του. Η χαρακτηριστικότερη φράση του ήταν … «συντριβή του Κινήματος θα εσήμαινε οριστική υποδούλωση του τόπου η οποία θα κατέληγε μετά διάστημα, όχι μακρόν, εις διάλυσιν της Μεγάλης Ελλάδος, όσης περιεσώθη εκ της Μικρασιατικής Καταστροφής»….

Το βράδυ του Σαββάτου 2 Μαρτίου έφθασε στη Σούδα ο Στόλος υπό τον Δεμέστιχα. Εκεί τους περίμενε ο συνταγματάρχης Εμμανουήλ Τζανακάκης που είχε διορισθεί στρατιωτικός διοικητής των επαναστατών στην Κρήτη. Κατόπιν ο Δεμέστιχας, ο Κολιαλέξης και ο Χαλκιόπουλος πήγαν με τον Τζανακάκη στο σπίτι του Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος τους «κατσάδιασε», κατά τον Δεμέστιχα, και τους συνέστησε να αποπλεύσουν το ταχύτερο για την Βόρεια Ελλάδα.

Στη Βόρεια Ελλάδα επαναστάτησε πρώτη η 6η Μεραρχία Σερρών με επικεφαλής τον ίδιο τον μέραρχο, υποστράτηγο Αναγνωστόπουλο, το βράδυ της 2ας Μαρτίου. Το πρωί της επομένης 3 Μαρτίου επαναστάτησε στην Καβάλα ολόκληρο το Δ΄ Σώμα Στρατού με επικεφαλής τον αντιστράτηγο Δημήτριο Καμμένο. Ο Καμμένος κάλεσε αμέσως εθελοντές. Η προσέλευση του κόσμου ήταν αθρόα. Στις αποθήκες όμως, υπήρχαν στολές και όπλα για 5.000 άνδρες. Το βράδυ της 3ης Μαρτίου όλες οι μονάδες από τον Έβρο μέχρι τον Στρυμόνα είχαν επαναστατήσει έχοντας και την ένθερμη και ενεργή συμπαράσταση του πληθυσμού. Εθελοντές κατατάσσονται να πολεμήσουν για την Δημοκρατία και τον Βενιζέλο.

Ο Καμμένος τότε δυστυχώς έκανε ένα ακόμη μοιραίο λάθος, ανάλογο με εκείνο του Δεμέστιχα. Δεν έκανε καμιά, απολύτως επιθετική ενέργεια. Κατέστρεψε όλες τις γέφυρες του Στρυμόνα εκτός από την γέφυρα του Όρλιακο, περιμένοντας να επιτεθούν οι κυβερνητικοί αντί να επιτεθεί εκείνος. Αν βάδιζε κατά της Θεσσαλονίκης ασφαλώς θα την είχε καταλάβει, όπως παραδέχθηκε αργότερα ο Ιωάννης Μεταξάς.  Έτσι οι μυημένες φρουρές από τον Νέστο μέχρι τον Αλιάκμονα δεν κινήθηκαν καθόλου. Πρώτον εξαιτίας του λάθους Σαράφη-Σφέτσου στην αρχή, δεύτερον του λάθους του Δεμέστιχα στη συνέχεια και στο τέλος λόγω της ατολμίας του Καμμένου. Πόσο δίκιο είχε ο Βενιζέλος που επέμενε να ηγηθεί ο Πλαστήρας !

Εν τω μεταξύ ο στόλος που αναχώρησε από την Σούδα έφθασε στην Καβάλα την Τρίτη 5 Μαΐου. Την προηγούμενη ημέρα, 4 Μαρτίου, ο Βενιζέλος αναλάμβανε επίσημα την αρχηγία του Κινήματος που μετατράπηκε σε Επανάσταση. Ήταν μια πράξη αντρίκεια. Ο μεγάλος ηγέτης αν και είχε αντιληφθεί ότι το παιχνίδι ήταν χαμένο δεν άφησε τους επαναστάτες στην τύχη τους. Ανέλαβε τις ευθύνες του.

Το κράτος της Αθήνας επωφελήθηκε από τα διαδοχικά λάθη των επαναστατών και έδρασε με επικεφαλής τον «προδότη» Γεώργιο Κονδύλη ο οποίος μπήκε δυναμικά στο παιχνίδι, αφού βεβαιώθηκε ότι : 1. Οι επαναστάτες στην Αθήνα αυτοεγκλωβίστηκαν, 2. Ο στόλος έφυγε με κατεύθυνση την Κρήτη, 3. Ο Καμμένος δεν βάδισε προς την Θεσσαλονίκη αμέσως και βέβαια ότι ο Πλαστήρας παρέμεινε εκτός Ελλάδος.

Τόσο η Βρετανία όσο και η Γαλλία έδωσαν βοήθεια στην Αθήνα. Στις 6 Μαρτίου κατέπλευσαν στο Φάληρο αγγλικά και γαλλικά πολεμικά πλοία. Η Γιουγκοσλαβία δάνεισε αεροπλάνα στην Αθήνα, ενώ η Ιταλία που ενδιαφερόταν για τον πόλεμο στην Αιθιοπία δέσμευσε τον Πλαστήρα για να μην δυσαρεστήσει την Αγγλία.

Οι κυβερνητικές δυνάμεις δεν δίστασαν να βομβαρδίσουν αεροπορικώς τις Σέρρες και με όσα πολεμικά πλοία έμειναν πιστά στην κυβέρνηση την Καβάλα, με απώλειες στον άμαχο πληθυσμό. Στις συγκρούσεις στη Βόρεια Ελλάδα οι επαναστάτες είχαν δεκατρείς νεκρούς. Ανάμεσά τους και ο κρητικός ανθυπολοχαγός Τσεπαπαδάκης και ο υπίλαρχος Ιωαννίδης. Οι απώλειες των κυβερνητικών ήταν τρεις νεκροί.

Το πρωί της 11ης Μαρτίου ο Καμμένος τηλεγραφεί στον Βενιζέλο ότι τα πάντα χάθηκαν. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν καταλάβει όλες τις επαναστατημένες πόλεις. Ο Καμμένος διέφυγε με τους αξιωματικούς του στην Βουλγαρία όπου και ζήτησε πολιτικό άσυλο. Ο Αναγνωστόπουλος διέφυγε στην Τουρκία. Και μια τραγική λεπτομέρεια. Λίγο πριν εγκαταλείψει το ελληνικό έδαφος ο επιτελάρχης του Καμμένου, συνταγματάρχης Παναγιωτόπουλος, πεθαίνει από οξύ έμφραγμα.

Ο Κονδύλης εκτιμούσε ότι ο Βενιζέλος θα συνέχιζε τον αγώνα. Υπήρχαν τα νησιά. Υπήρχε η Κρήτη με τους ενόπλους που δεν πρόλαβαν να πάνε στην Μακεδονία. Υπήρχε ο στόλος με τον «ΑΒΕΡΩΦ». Και βέβαια υπήρχε ο Πλαστήρας που μπορούσε να αποδράσει από την Ιταλία. Κι αν έρθει ; Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του, ο Κονδύλης φθάνει στο σημείο να συστήσει στην κυβέρνηση τον τορπιλισμό του «ΑΒΕΡΩΦ».

Ο Βενιζέλος, όμως, δεν θέλει να προκαλέσει αιματοχυσία ούτε εμφύλιο. Έτσι το βράδυ της 11ης προς 12η Μαρτίου το «ΑΒΕΡΩΦ» αναχωρεί από τα Χανιά για την ιταλοκρατούμενη Κάσο. Επιβάτες του είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος με την σύζυγό του και οι Γ. Μαρής, Ι. Κούνδουρος, Β. Σκουλάς καθώς και οι αξιωματικοί του Ναυτικού που «άρπαξαν» τον στόλο. Το «ΑΒΕΡΩΦ» φθάνει στην Κάσο όπου αποβιβάζονται οι επαναστάτες για να πάρουν τον δρόμο της εξορίας. Ο Βενιζέλος ακούει για τελευταία φορά στην ζωή του να τον ζητωκραυγάζουν όταν αποβιβάζεται. Είναι οι ναύτες του «ΑΒΕΡΩΦ» που τον επευφημούν. Τα ναυτάκια αυτά όταν το «ΑΒΕΡΩΦ» επιστρέψει στη Σαλαμίνα θα μεταταγούν σε μονάδες πεζικού για να υποστούν και το ανάλογο «καψόνι». Η Επανάσταση έληξε. Και τώρα αρχίζει η τιμωρία και η εκδίκηση.

Στις 18 Μαρτίου ξεκίνησε η δίκη των αξιωματικών της Αθήνας. Στους κατηγορούμενους προστίθεται και ο απόστρατος συνταγματάρχης Λεωνίδας Σπαής. Ήταν μάρτυρας κατηγορίας στη Δίκη των Έξι. Ευκαιρία λοιπόν να καταδικαστεί σε θάνατο. Ψευδομάρτυρες καταθέτουν ότι ήταν στο Σύνταγμα Ευζώνων. Δεν μπορούν, όμως, να τον αναγνωρίσουν. Δεν έχει σημασία. Ήταν. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν ισόβια στους Σπαή, Σαράφη, Χριστ. και Ιωαν. Τσιγάντε, Στεφανάκο, Τριανταφυλλίδη και άλλους. Επιπλέον, στους στρατιωτικούς επεβλήθη η ποινή της καθαίρεσης.

Η καθαίρεση έγινε δημόσια στα λεγόμενα «παραπήγματα», εκεί που σήμερα βρίσκεται το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Κάθε λογής αποβράσματα συνέρρευσαν εκείνη την ημέρα για να προπηλακίσουν χυδαία και να εξευτελίσουν τους αξιωματικούς με κάθε τρόπο.  Η ποινή του θανάτου θεωρείτο, για έναν αξιωματικό εκείνης της εποχής, ελαφρότερη από την καθαίρεση. Η κυβέρνηση φρόντισε να κινηματογραφηθούν οι σκηνές. Όταν προβλήθηκαν προκάλεσαν φρίκη, αηδία και αποτροπιασμό, ακόμα και σε κυβερνητικούς κύκλους, που έτρεχαν μετά να «μαζέψουν» την ταινία.

Στις 3 Απριλίου στρατοδικείο στη Θεσσαλονίκη δίκασε σε θάνατο τον επίλαρχο (ταγματάρχη) Στυλιανό Βολάνη ανηψιό του κρητικού μακεδονομάχου. Ο Κονδύλης υπήρξε συμπολεμιστής του θείου του. Διοικητής στο Γ΄ Σώμα Στρατού ήταν ο μετέπειτα Πρωθυπουργός, Αλέξανδρος Παπάγος. Ο Παπάγος είναι καθαρόαιμος αντιβενιζελικός, πρόσωπο με μεγάλη επιβολή στους αντιβενιζελικούς αξιωματικούς. Πιστεύει ότι ο Κονδύλης δεν θα θελήσει να τουφεκιστεί ο ανηψιός του συμπολεμιστή του αν κινήσει την διαδικασία απονομής χάριτος. Ίσως έχει δίκιο. Έτσι, για να ικανοποιηθεί η φιλοδοξία του Παπάγου για την πρωτοκαθεδρία στο στράτευμα ο Βολάνης τουφεκίζεται την αυγή της 5ηςΑπριλίου. Τα τελευταία του λόγια ήταν «Ζήτω η Δημοκρατία». Ο πειθαρχιομανής και μικρόψυχος στρατηγός ήταν ο αποκλειστικά υπεύθυνος για την «δολοφονία» του γενναίου επίλαρχου.

Στις 13 Απριλίου ξεκινά στην Αθήνα η δίκη της «Δημοκρατικής Άμυνας». Κατηγορούμενοι οι Αναστάσιος Παπούλας, Μιλτιάδης Κοιμήσης, Σκανδάλης, Μπιτζάνης κ.α. Ο στρατηγός Παπούλας ήταν ήδη 78 ετών. Παλαιός πολεμιστής. Από τους πρώτους αξιωματικούς του Μακεδονικού Αγώνα, ιδιαίτερα πιστός στον βασιλιά Κωνσταντίνο, πολέμησε σφοδρά τον Βενιζέλο στο Κίνημα της Εθνικής Αμύνης του 1917. Αρχιστράτηγος στη Μικρά Ασία μετά τις εκλογές του 1920 άρχισε να διαφοροποιείται από την παράταξή του όταν είδε την πραγματικότητα, όπως διαμορφωνόταν τότε. Αυτό του κόστισε την αντικατάστασή του από τον μοιραίο Γεώργιο Χατζανέστη (ο οποίος εκτελέστηκε στην Δίκη των Έξι στις 15/11/1922 χωρίς να υποστεί διαπόμπευση). Αν ο Παπούλας είχε παραμείνει αρχιστράτηγος δεν θα είχε συντελεστεί η συντριβή του ελληνικού στρατού. Στη δίκη των Έξι ο Παπούλας κατάθεσε ως μάρτυς κατηγορίας και αργότερα, κάτω από το βάρος της μικρασιατικής καταστροφής, άλλαξε στρατόπεδο. Στην ίδια κατηγορία ανήκε και ο υποστράτηγος Μιλτιάδης Κοιμήσης.

Η απόφαση ήταν προειλημμένη. Ο γέρο-στρατηγός έπρεπε να πληρώσει. Ο Παπούλας σύμφωνα με την μαρτυρία του βουλευτή Πειραιώς και συγκρατούμενου του Σταμάτη Χατζήμπεη, την περίμενε ήρεμος και ψύχραιμος. Η απόφαση εκδόθηκε στις 22 Απριλίου, Μεγάλη Δευτέρα. Εις Θάνατον οι Παπούλας και Κοιμήσης. Τα γεράκια κινήθηκαν γρήγορα χωρίς να λογαριάσουν ούτε το Πάσχα, ούτε την ηλικία του Παπούλα.  Τα ξημερώματα της Μεγάλης Τετάρτης 24 Απριλίου οι δύο στρατηγοί που κέρδισαν τα γαλόνια τους στις μάχες, οδηγήθηκαν στο απόσπασμα και τουφεκίστηκαν ζητωκραυγάζοντας υπέρ της Δημοκρατίας.

Συνολικά μέχρι τις 14 Απριλίου του 1935, σε όλη την χώρα, είχαν παραπεμφθεί και δικαστεί 1.130 στρατιωτικοί και πολίτες (παρόντες και ερήμην). Από αυτούς 60 καταδικάστηκαν σε θάνατο. Πενήντα πέντε από αυτούς ερήμην. Ανάμεσά τους οι Βενιζέλος, Πλαστήρας, Τζανακάκης, Κούνδουρος, Μαρής, Δεμέστιχας, Κολιαλέξης, Καμμένος, Αναγνωστόπουλος κ.α. Σε δύο από τους θανατοποινίτες που είχαν συλληφθεί δόθηκε χάρη (ήταν αξιωματικοί του Ναυτικού).

Οι εκκαθαρίσεις στο στράτευμα και την Αστυνομία-Χωροφυλακή υπήρξαν σαρωτικές. Σε σύνολο 5.000 αξιωματικών των τριών όπλων οι 1.500 περίπου που ήταν Φιλελεύθεροι αποτάχθηκαν ή αποστρατεύθηκαν. Ούτε και ο «ολίγος» Οθωναίος γλύτωσε την αποστράτευση. Τότε δημιουργήθηκε το λεγόμενο «αποτακτικό ζήτημα». Το κόμμα των Φιλελευθέρων έμεινε πλέον άοπλο βορά στους αντιπάλους του. Η Δημοκρατία ψυχορραγούσε για να καταλυθεί λίγους μήνες μετά με την επάνοδο του Γεωργίου και να ενταφιαστεί τον επόμενο χρόνο με την βασιλική δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Σε όσους ισχυρίζονται ότι το «Κίνημα του ’35» δεν θα έπρεπε να είχε γίνει η καλύτερη απάντηση είναι : Δεν θα έπρεπε να είχε αποτύχει.

 

Γεώργιος Καρτσώνης