ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Κωνσταντινούπολη αρχές του 1453.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τον οθωμανικό στρατό του Μωάμεθ που θα πολιορκήσει, όπως όλα δείχνουν, την Πόλη. Ο Κωνσταντίνος δεν είναι μοιρολάτρης. Πιστεύει στη νίκη. Αν ο Μωάμεθ αποτύχει στην πολιορκία, η ορμή των Οθωμανών θα ανακοπεί. Οι τούρκοι ηγεμόνες της Καραμανίας δε βλέπουν με καλό μάτι τον Μωάμεθ, θα τον ανατρέψουν. Η αυτοκρατορία θα ζήσει και θα αναγεννηθεί. Με αυτές τις σκέψεις ο Κωνσταντίνος εμψυχώνει τους κατοίκους της Πόλης και στέλνει εκκλήσεις για βοήθεια σε όλο το χριστιανικό κόσμο.
Στην Κρήτη σημαίνει συναγερμός. Τέσσερα εμπορικά πλοία – ολκάδες φορτώνουν τρόφιμα και αναχωρούν για την Πόλη. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Κωνσταντίνος Άμαντος, τα πλοία αυτά αφού πολέμησαν γενναιότατα, έσπασαν τον αποκλεισμό και μπήκαν στον Κεράτιο Κόλπο.
Παράλληλα άρχισαν να συγκεντρώνονται εθελοντές στο Μεγάλο Κάστρο και στα Χανιά για να μεταβούν στην Πόλη. Ο βενετός Δούκας δίνει την άδεια πρόθυμα. Συμφέρον του είναι να λείψουν οι εμπειροπόλεμοι άνδρες από την Κρήτη.
Στο Μεγάλο Κάστρο τους εθελοντές συγκέντρωσε ο άρχοντας Θεόδωρος Χορτάτσης. Από εκεί δύο πλοία τους μετέφεραν στη Σούδα για να αναχωρήσουν μαζί με τους εθελοντές της Δυτικής Κρήτης που συγκεντρώθηκαν στα Χανιά από τον Μανούσο Καλλικράτη «Αρχηγό των Σφακίων και Άρχοντα του Σελίνου».
Ο Καλλικράτης είναι πλοιοκτήτης. Έχει τρεις δρόμωνες τους οποίους διαθέτει αμέσως για την πατρίδα. Ακόμα παρά τα ογδόντα του χρόνια δε διστάζει να μπει επικεφαλής της εκστρατείας. Έτσι σχηματίζεται η «Κρητική Μοίρα» με πέντε πλοία, τρία του Καλλικράτη και δύο που ήρθαν από το Μεγάλο Κάστρο.
Η Μοίρα αποπλέει στις 18 Μαρτίου 1453 από τη Σούδα. Στα πέντε πλοία επιβαίνουν 1500 εθελοντές. Να σημειώσουμε ότι τόσο στη Σούδα όσο και στο Μεγάλο Κάστρο έμειναν έξω και άλλοι, γιατί απλούστατα δεν χωρούσαν.
Κυβερνήτες των τριών Σφακιανών δρομώνων ήταν ο ίδιος ο Καλλικράτης, στον έναν ο Γρηγόρης Βατσιάνος Ή Μανιάκης από τ΄ Ασκύφου των Σφακίων, στο δεύτερο και ο Πέτρος Κάργας ή Γραμματικός από την Κίσσαμο, στον τρίτο.
Κυβερνήτης στον τέταρτο δρόμωνα που ήλθε από το Μεγάλο Κάστρο ήταν ο Ανδρέας Μακρής γεννημένο στη Πάτμο με καταγωγή από το Ρέθυμνο.
Παρά το ότι είχε ναυλωθεί για μεταφορά λαδιού στη Φραγκιά, δε δίστασε να θυσιάσει τον υψηλό ναύλο και αργότερα τη ζωή του για την πατρίδα.
Το πέμπτο πλοίο ήταν διάρμενο και ήλθε από το Μεγάλο Κάστρο. Κυβερνήτης του ο εβδομηνταπεντάχρονος Παυλής Καματερός από την Κίσσαμο.
Όταν τα πλοία έφθασαν στα Δαρδανέλια, δέχτηκαν πυρά από το φρούριο της Καλλίπολης, που προκάλεσαν μικρές ζημιές στο διάρμενο. Η Μοίρα συνέχισε την πορεία της μέχρι την Προποντίδα όπου βρέθηκε αντιμέτωπη με εξήντα τούρκικα πλοία. Ο Τούρκος Ναύαρχος ονόματι Μουσταφάς, διέταξε να καταληφθούν τα πλοία με ρεσάλτο.
Ξεκίνησε τότε μια ναυμαχία που κράτησε δέκα ώρες. Οι Τούρκοι είχαν περί τους χίλιους νεκρούς, ενώ οι Κρητικοί εξακόσιους. Είναι οι πρώτοι πεσόντες της πολιορκίας.
Στη διάρκεια της ναυμαχίας ένα μεγάλο τουρκικό πλοίο εμβόλισε το δρόμωνα του Γρηγόρη Μανιάκη. Χωρίς να τα χάσει ο ατρόμητος καπετάνιος διέταξε ρεσάλτο και κατέβαλε το τουρκικό πλοίο, σφάζοντας όλο του το πλήρωμα. Ύστερα από αυτό ο Μουσταφάς διέταξε να σταματήσουν τα ρεσάλτα και να καταστραφούν τα κρητικά πλοία με φωτιά.
Τότε φάνηκε η μεγάλη ηγετική φυσιογνωμία του Καλλικράτη. Αυτός με άλλους επτά εθελοντές έμειναν σε δυο από τα πλοία για να αντιμετωπίσουν την τούρκικη αρμάδα και να διαφύγουν οι υπόλοιποι. Ένα ξαφνικό μπουρίνι που ξέσπασε (θαύμα της Παναγιάς είπαν), η νύχτα που έπεσε και αυτοθυσία του Καλλικράτη και των επτά συντρόφων του, έσωσαν τους υπόλοιπους, οι οποίοι κατόρθωσαν να μπουν στον Κεράτιο στις 2 Απριλίου.
Σύμφωνα με την παράδοση, τους Κρητικούς υποδέχτηκε ο ίδιος ο Αυτοκράτορας.
Ο Μέγας Δομέστικος των κάστρων Ιωάννης Ιουστινιάνης, χώρισε σε δύο «τούρμες» τους Κρήτες. Η μια με επικεφαλής τους καπετάνιους Μανιάκη, Γραμματικό και Μακρή τάχθηκε στους πύργους του Βασιλείου Λέοντος και Αλεξίου (ονόματα παλαιών αυτοκρατόρων). Η άλλη τούρμα με επικεφαλής τον Καματερό (που ήταν πλέον αρχηγός των Κρητών) τάχθηκε στην Ωραία Πύλη που ήταν κάτω από τους πύργους.
Η πολιορκία άρχισε στις 5 Απριλίου, ενώ η πρώτη μεγάλη επίθεση έγινε στις 18 Απριλίου.
Η αναλογία ήταν ένας προς πεντακόσιους. Οι συνεχείς επιθέσεις των Τούρκων απεκρούοντο. Οι Κρητικοί ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή. Ιδιαίτερη μνεία για τη γενναιότητα των Κρητών κάνει ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
Στις 16 Μαίου, ο Μωάμεθ προτείνει στον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει την Πόλη και να πάει στην Πελοπόννησο ως ανεξάρτητος ηγεμόνας. Υποσχόταν ακόμα να σεβαστεί τους κατοίκους της Πόλης. Ο Κωνσταντίνος απάντησε όπως απάντησαν 413 χρόνια μετά οι μαχητές του Αρκαδίου στον Μουσταφά Πασά: «δεν έχω το δικαίωμα να σου δώσω την Πόλη ούτε εγώ ούτε άλλος από τους κατοίκους της. Θα πεθάνουμε όλοι, δε λογαριάζουμε τη ζωή μας».
Η τελική έφοδος ορίστηκε την αυτή της 29ης Μαΐου. Το ασθενέστερο σημείο είναι η πύλη του Αγίου Ρωμανού. Εκεί πηγαίνει ο Αυτοκράτορας. Εκεί σπεύδει και η τούρμα του καπετάν Παυλή Καματερού. Η κρητική τούρμα θα συμπολεμήσει και θα πέσει όλη μαζί με τον Αυτοκράτορα.
Κατά τη διάρκεια της εισβολής, τα πληρώματα του τουρκικού στόλου, που είχε αποκλείσει τον Κεράτιο, βγήκαν στην ξηρά για να λεηλατήσουν την Πόλη.
Έτσι όσα πλοία ήταν στο λιμάνι αποκλεισμένα μπόρεσαν να διαφύγουν με όσους κατάφεραν να επιβιβαστούν σε αυτά. Τότε διέφυγαν τρία από τα κρητικά εμπορικά πλοία που είχαν φέρει εφόδια στην αρχή της πολιορκίας. Τα πλοία αυτά έφθασαν στην Κρήτη στις 29 Ιουνίου, ένα μήνα μετά την Άλωση, φέρνοντας το μαύρο μαντάτο και βυθίζοντας όλο το νησί στο πένθος.
Από τότε χρονολογείται το μαύρο κεφαλομάντηλο που φορούν οι κρητικοί. Η ιστορία διασώζει και τα ονόματα των τριών πλοιάρχων. Σγουρός,Υαλλινας και Φιλομήτης.
Η Πόλη έπεσε, ο Μωάμεθ μπαίνει νικητής. Είναι σίγουρος πως όλοι οι Ρωμιοί θα είναι νεκροί ή αιχμάλωτοι ή θα έχουν διαφύγει με τα πλοία.
Και όμως στους πύργους που ήταν ταγμένοι οι υπόλοιποι Κρήτες, κυματίζει ακόμα η σημαία με τον δικέφαλο. Ρωτά τι τρέχει; Τον πληροφορούν πως μια χούφτα τρελοί μάχονται ακόμα. Αλλά δεν πρέπει να ανησυχεί, του λένε σε μια δυο το πολύ τρεις μέρες θα σκοτωθούν όλοι. Είναι οι Κρητικοί που δεν παραδίνονται. Ο Μωάμεθ όμως βιάζεται να ολοκληρώσει το θρίαμβό του. Ένας πασάς με δυο αξιωματικούς πηγαίνουν με λευκή σημαία να συναντήσουν τον αρχηγό των Κρητών.
Είναι ο καπετάν Γραμματικός που είναι βαριά τραυματισμένος. Ο Καπετάν Αντρέας και ο Καπετάν Γρηγόρης είναι νεκροί.
Στον Γραμματικό μεταφέρουν την πρόταση του Μωάμεθ να αναχωρήσουν οι 170 (εναπομείναντες από τους 1500) με τα όπλα τους και ένα πλοίο για την Κρήτη.
Με βαριά καρδιά οι Κρητικοί δέχονται την πρόταση, επιβιβάζονται σε ένα από τα πλοία τους και αναχωρούν. Ο Γραμματικός είναι πολύ σοβαρά, δεν μπορεί να κυβερνήσει.
Την κυβέρνηση του πλοίου αναλαμβάνει ο Ηρακλειώτης Παναγής Χαλκούσης, που οδηγεί το πλοίο στο Άγιο Όρος όπου υπάρχουν μοναχοί γιατροί.
Εκεί αφήνουν τον καπετάν Γραμματικό και συνεχίζουν το ταξίδι τους προς τη Σούδα, όπου έφτασαν περί τα μέσα Ιουλίου 1453, συντετριμμένοι για την απώλεια της Πόλης, αλλά υπερήφανοι γιατί έκαναν το καθήκον τους.
Στο Άγιο Όρος οι γιατροί κατόρθωσαν να σώσουν τον καπετάν Γραμματικό, ο οποίος έζησε ως μοναχός στη Μονή του Βατοπεδίου με το όνομα Ιερώνυμος, μέχρι το θάνατό του το 1461. Ο Γραμματικός υπαγόρευσε τις αναμνήσεις του στον μοναχό Καλλίνικο από την Ανώπολη των Σφακίων.
Η Κρήτη ήταν το μόνο μέρος της Ελλάδας που έστειλε εθελοντές στην Πόλη.
Για το λόγο αυτό οι Κρήτες έμειναν στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου
Έτσι στο λεγόμενο «ανακάλημα (θρήνος) της Κωνσταντινούπολης» που δεν είναι κρητικός, ο αυτοκράτορας φέρεται να λέει: «κόψετε το κεφάλι μου, Χριστιανοί Ρωμαίοι, ε πάρε τέτο Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτη, να το ιδούν οι Κρητικοί να καρδιοπονέσουν».
Με ιδιαίτερη συγκίνηση θυμόμαστε σήμερα όλους τους επώνυμους και ανώνυμους Κρητικούς που έπεσαν για να σώσουν την Πόλη. Τον αρχηγό Μανούσο Καλλικράτη, τον καπετάν Παυλή Καματερό, τον καπετάν Ανδρέα Μακρή, τον καπετάν Γρηγόρη Μανιάκη και όλους τους άνδρες τους.
Η θυσία τους δεν πάει χαμένη, ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκέπασε.
Ας είναι μύρο το κύμα που τους τύλιξε.
Γεώργιος Καρτσώνης